Η ενδελεχής μελέτη τῆς ποίησης τοῦ Γιάννη Ρίτσου (1909-1990) ὑπαγορεύει την ιστορική προσέγγιση ώς συγκεφαλαίωση τῶν καθοριστικῶν διαστάσεων τῆς ποιητικῆς του σὲ συνάρτηση μὲ τὶς βασικὲς περιόδους τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἔργου του μὲ στόχο νὰ ἐπισημανθοῦν οἱ κύριες κατευθύνσεις κάθε περιόδου. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴ γόνιμη διαπλοκὴ τῶν βιωματικῶν δεδομένων μὲ τὴν ἐνσωμάτωση τοῦ συλλογικοῦ γίγνεσθαι ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συγκεκριμένες αἰσθητικὲς ἀναζητήσεις καὶ ἐπιλογὲς σὲ κάθε περίοδο τῆς δημιουργίας του, μὲ κύριες ὁρίζουσες τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἠθικῆς τοῦ ποιητῆ καὶ ἀνθρώπου ἀφενὸς καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν προσωπικῶν ἀδιεξόδων χάρη στὴν αἰσθητικὴ πράξη ἀφετέρου.
Ὁ ἀνθρωπισμὸς ποὺ τοῦ κληροδότησαν ἡ μητρικὴ ἀγάπη καὶ ἡ ἀρραγὴς οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀσθένειες ποὺ τὸν καταδίωξαν ἤδη ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια καὶ ἡ συνακόλουθη ἐπαφὴ μὲ ἀπάνθρωπες συνθῆκες ἐπιβίωσης, συνιστοῦν βασικοὺς βιωματικοὺς ὅρους τῆς ποίησής του.
Παράλληλα, ἡ πολύπλευρη συνειδητοποίηση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, καὶ γενικότερα τοῦ κακοῦ ποὺ καταστρέφει τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐπιλογὴ τῆς ἔνταξης στὴν ἀριστερὴ παράταξη καὶ σὲ μιὰ διὰ βίου προσπάθεια δημιουργικῆς «ἀπάντησης» στὸ πρόβλημα, μὲ τὴν ὀργανικὴ σύζευξη ἠθικοῦ-πολιτικοῦ προβληματισμοῦ καὶ ποιητικῆς-ὁραματικῆς ἀναζήτησης. Τὸ «κεντρικὸ» γνώρισμα τῆς ποίησης-ποταμοῦ τοῦ Ρίτσου ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἴδια τὴ διαρκὴ ροπή του πρὸς τὴ σύνθεση καὶ συστράτευση τῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαθοῦ ἀφενὸς καὶ τὴ γόνιμη διασταύρωση τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας μὲ τὸν αὐθεντικὸ λυρισμὸ ἀφετέρου.
Περαιτέρω, ὁ «ἐνδοκοσμικὸς» ἀγώνας γιὰ μιὰ κοινωνία εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης συναιρεῖται μὲ τὸ ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ὁπότε ἡ κοινωνικὴ συνείδηση μεταρσιώνεται καὶ ἐνισχύεται, ἐνῶ ἡ θρησκευτικὴ κληρονομία ἀνανεώνεται ἔμπρακτα. Ἡ μεταφυσικὴ πνευματικότητα συναντᾶται μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ στοιχειωδῶς ἁπλοῦ καὶ προσιτοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὁπότε ἡ διαμάχη τοῦ μείζονος καὶ τοῦ ἐλάσσονος καταργεῖται καὶ παραχωρεῖ τὴ θέση της στὴν καθολικὴ μεγαλοψυχία καὶ στὴν ἀνακάλυψη τῆς «ἁπανταχοῦ» ἱερότητας. Ἀποκαλύπτονται, ἔτσι, τὰ νήματα ποὺ συνδέουν τὴν ἐθνικὴ ἀγωνιστικότητα μὲ τὴν οἰκουμενικὴ δικαιοσύνη καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ ἐθνικό, ὅταν εἶναι «ἀληθές», ἐναρμονίζεται μὲ τὸ πανανθρώπινο.
Ἡ νεωτερικότητα δὲν καταλύει ἀλλὰ ἀνανεώνει καινοτόμα τὴν παράδοση, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ κατεξοχὴν αἴτημα τῆς Γενιᾶς τοῦ ’30 στὴν ὁποία ἀνήκει ὁ ποιητής. Ἀνασύρονται ἀπὸ τὴ λαϊκὴ πολιτισμικὴ παράδοση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἠθικοὶ καὶ πνευματικοὶ πυρῆνες, ἱκανοὶ νὰ ἐνδυναμώσουν τὴ σύγχρονη συνείδηση, καὶ ἀνακτᾶται ἡ ἀρχαιοελληνικὴ ἠθικὴ καὶ αἰσθητικὴ παιδεία ὡς πρότυπο ποὺ ἐνσωματώνεται στὸ γίγνεσθαι τοῦ παρόντος. Βάση τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἀποτελεῖ ἡ οὐσιαστικὴ καθημερινὴ ἐκφραστικὴ ἔτσι ὥστε νὰ ἀναδεικνύεται ἡ ποίηση ὡς τρόπος τῆς πιὸ ἁπλῆς καὶ ταυτόχρονα τῆς πιὸ προηγμένης ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας.
Αὐτὸ τὸ σύνολο τῶν θεμελιωδῶν στοιχείων ποὺ ἔχουν ὡς κέντρο τὴν ἠθικὴ καὶ ἀκτίνα τὴν ποιητικὴ δημιουργικότητα, ἀποτελεῖ τὴν προσφορὰ τοῦ Ρίτσου στὴ νεοελληνικὴ ποίηση, ὀργανωμένη σὲ μεγάλες περιόδους σύνθεσης. Συγκεκριμένα, ἡ περιοδολόγηση τοῦ ἔργου τοῦ Ρίτσου ποὺ ἐπιχειρήσαμε στὸ παρελθόν, ἔδωσε τὸ ἀκόλουθο χρονολογικὸ σχῆμα: Περίοδοι Α΄ (1927-1936), Β΄ (1936-1943), Γ΄ (1944-1955), Δ΄ (1956-1966), Ε΄ (1967-1974), ΣΤ΄ (1975-1990).
Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ θετικὴ λειτουργία τοῦ γενέθλιου τόπου στὴ διαμόρφωση τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ ποιητῆ, ἡ ἐφιαλτικὴ εἰσχώρηση τῶν ἀσθενειῶν καὶ τοῦ θανάτου στὸν κόσμο μιᾶς ἀγαπημένης οἰκογένειας καὶ ἡ ἀναζήτηση μιᾶς διεξόδου «μείζονος» κοινωνικῆς ἐλπίδας μὲ τὴ στράτευση στὴν Ἀριστερὰ τροφοδοτοῦν μιὰ ποίηση παραδοσιακῆς τυπικῆς μορφῆς, νεοσυμβολιστικῶν διαθέσεων καὶ ἰσχυρὰ αἰσιόδοξων τελικῶν θέσεων, ποὺ ἐπιστεγάζεται μὲ τὸν ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγωνιστικὸ Ἐπιτάφιο (1936). Ἀκολούθως, ἡ βίωση τοῦ προσωπικοῦ πόνου προκαλεῖ ὡς φωτεινὴ ἐλεγεία Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου (1936-1937), ὅπου ὁ θάνατος μεταλλάσσεται σὲ ἐνδυνάμωση τῆς ζωῆς καὶ ἡ παραδοσιακὴ ποιητικὴ συγχωνεύεται θαυμαστὰ μὲ τὴ νεωτερική. Τὸ ἴδιο διάστημα ἐμφανίζεται ἡ ἐρωτικὴ εὐφροσύνη [Ἐαρινὴ συμφωνία (1937-1938)], ὁ ὁρίζοντας τῆς αἴσθησης καὶ ὁ ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς συνδιευρύνονται [Τὸ Ἐμβατήριο τοῦ Ὠκεανοῦ (1939-1940)] καὶ οἱ πλούσιες λυρικὲς διεργασίες καθὼς καὶ οἱ «μεταφυσικοῦ» τύπου διέξοδοι συνυπάρχουν, ὅπως σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ τοῦ ποιητῆ, μὲ τὴν πολιτικὴ ἐγρήγορση: ἡ ἐμπειρία τῆς μεταξικῆς δικτατορίας καὶ στὴ συνέχεια τῆς παγκόσμιας αἱματοχυσίας ποὺ προκάλεσαν οἱ δυνάμεις τῆς ἀνελευθερίας ἐντείνει τὸ ὅραμα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης [Ἡ τελευταία πρὸ Ἀνθρώπου ἑκατονταετία (1942)].
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς, τοῦ Ἐμφυλίου καὶ τῆς πολιτικῆς πόλωσης, τὰ ἀγωνιστικὰ διδάγματα τῆς Κατοχῆς, ἡ ἐλπιδοφόρα Ἀπελευθέρωση, ὁ Ἐμφύλιος καὶ ἡ εξορία προωθοῦν ἕνα ἰδεολογικὸ γίγνεσθαι, ὅπου ἀνακαλοῦνται καὶ διασταυρώνονται μὲ τὴ σύγχρονη πολιτικὴ ἐπιλογὴ ὁλόκληρη ἡ νεοελληνικὴ ἀγωνιστικὴ παράδοση καὶ ἡ χριστιανικὴ φιλανθρωπία [Ρωμιοσύνη (1945-1947), Ἡ Κυρὰ τῶν Ἀμπελιῶν (1945-1947), Οἱ γειτονιὲς τοῦ κόσμου (1949-1951)]. Ἀκολουθεῖ ἡ ἰδιαίτερα δημιουργικὴ περίοδος 1956-1966, ὅταν ἡ περαιτέρω ὡρίμανση τῆς ἠθικοπολιτικῆς συνείδησης τοῦ ποιητῆ συνδυάζεται μὲ τὴν ἔντονη ἐνδοσκόπηση, τὴν πολυδιάστατη ἐμπειρία τοῦ χρόνου, τὸν ὑπαρξιακὸ προβληματισμό, τὴ συλλειτουργία φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ ὁράματος, ὁδηγώντας στὴν πολλαπλὴ διεύρυνση τῶν συνθέσεών του μέσῳ τῆς ἀξιοποίησης τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ μύθου καὶ τῶν γενικῶν αἰσθητικῶν δομῶν τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πυκνὰ σύντομα ποιήματα [Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος (1956), Οἱ γερόντισσες κ’ ἡ θάλασσα (1958), Τὸ χορικὸ τῶν σφουγγαράδων (1960), Ὀρέστης (1962-1965), Φιλοκτήτης (1963-1965), «Τειρεσίας» (1964-1971), Μαρτυρίες Α΄ (1957-1973) – Β΄ (1964-1965)].
Ἀκολούθως, νέες διώξεις καὶ ἀνανέωση τοῦ ἀγώνα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ ἐθνικοῦ καὶ κοινωνικοῦ κακοῦ, μὲ μικρότερη ἔμφαση στοὺς κομματικοὺς καθορισμοὺς καὶ μεγαλύτερη στὴ θεμελιώδη καὶ δημοκρατικὰ ἑνωτικὴ ἠθικὴ τῆς ἐλευθερίας, πικρὴ αἴσθηση τῆς ἀτέρμονης περιπέτειας καὶ εὐρύτερη σημασιοδότηση τῆς διαχρονίας μὲ τὴ χρήση μυθολογικῶν προτύπων-ἀρχετύπων, ρεαλιστικὴ καὶ ὑπερρεαλιστικὴ ἀνατομία τοῦ γενικότερου παραλόγου καὶ τῆς ματαιότητας ποὺ ὑπονομεύουν τὴν ἀνθρώπινη συμβίωση καὶ τὴν προσπάθεια τοῦ ἀτόμου γιὰ οὐσιαστικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ διαρκὴς βαθυστόχαστη ἀντοχὴ συνιστοῦν τὸ πλαίσιο συνθέσεων ὅπως Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας (1968), Πέτρες, Ἐπαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1968-1969), Ὁ ἀφανισμὸς τῆς Μῆλος (1969), Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς Ἰφιγένειας (1971-1972), Γκραγκάντα (1972), Ὕμνος καὶ θρῆνος γιὰ τὴν Κύπρο (1974). Τέλος, δημιουργίες ὅπως Τὸ τερατῶδες ἀριστούργημα (1977), Ἀργά, πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα (1991) ἀποτελοῦν ἀπολογισμὸ μιᾶς πολυσύνθετης ζωῆς καὶ πνευματικῆς δημιουργίας καὶ συγχρόνως τὸν ἀποχαιρετισμὸ ποὺ ἐμφατικὰ ὑπογραμμίζει τὴν πίστη στὴν ἐλπίδα ὡς ἔσχατη μαρτυρία τοῦ ποιητῆ.
* Ὁ κ. Π. Δ. Μαστροδημήτρης εἶναι ομότιμος καθηγητὴς Νεοελληνικῆς Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Το παρόν κείμενο αποτελεί εἰσήγηση ποὺ ἐκφωνήθηκε στὸ γενικὸ λύκειο Γυθείου, στὀ Συνέδριο «Γιάννης Ρίτσος: Ὁ ποιητὴς τῆς Ρωμιοσύνης» (13-14 Ἀπριλίου 2019).