Αν κάτι χαρακτήρισε τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη χώρας μας, όσο και την πορεία έπειτα από αυτές, είναι ότι ζητήματα κεντρικής σημασίας για την πορεία της χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση ελάχιστα συζητήθηκαν. Προτεραιότητα είχαν οι «δικοί» μας πολιτικοί και το «δικό» μας πολιτικό σύστημα, που κατά την κυρίαρχη αντίληψη ήταν, είναι και θα είναι το κέντρο όλων των διαδικασιών, εσωτερικών και εξωτερικών.
Η πραγματικότητα, όμως, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δημιουργεί νέους τρόπους άσκησης της πολιτικής. Οι θεσμοί της Ε.Ε. συντονίζουν και ρυθμίζουν έναν τεράστιο αριθμό πολιτικών που παλαιότερα ήταν στη δικαιοδοσία των κρατών. Σε οικονομικό επίπεδο οι οικονομίες των κρατών-μελών έχουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, απορροφηθεί σε μία ενιαία οικονομία. Σε πολιτισμικό επίπεδο, πληροφορίες, εμπορικά προϊόντα και εικόνες που έχουν παραχθεί σε ορισμένα κράτη-μέλη διαχέονται στα υπόλοιπα, με αποτέλεσμα την άμβλυνση των πολιτισμικών διαφορών ανάμεσα σε έθνη, περιοχές και άτομα. Παρ’ όλα αυτά, στον δημόσιο διάλογο ο ευρωπαϊκός χώρος αφήνεται στο περιθώριο, με αποτέλεσμα η Ε.Ε. συχνά να κατανοείται όχι ως μια «καθημερινή» και «γνώριμη» διαδικασία αλλά ως «αφηρημένη» και «απόμακρη».
H αντίληψη αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα δύο προσεγγίσεων που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και ειδικά με τη Δύση. Η πρώτη, ενώ θαυμάζει και αποθεώνει τη Δύση, θεωρεί ότι η χώρα μας αποτελούσε και αποτελεί μια εξαίρεση και δεν θα μπορούσε ποτέ ή παρά στο ελάχιστο να αναπτύξει αντίστοιχες δομές. Η δεύτερη υιοθετεί μια απορριπτική στάση έναντι της «υποδεέστερης» (ιστορικά, πολιτισμικά) Δύσης και ασπάζεται τον μοναδικό ελληνικό τρόπο ζωής. Αποτέλεσμα και των δύο προσεγγίσεων ήταν και είναι ένα μεγάλο μέρος εκσυγχρονιστικών προσπαθειών για τη χώρα να αποτυγχάνουν είτε λόγω «εξαιρετισμού» («ποτέ δεν μπορούν να εφαρμοστούν») είτε λόγω «απορριπτισμού» («προσπαθούν να μας επιβληθούν οι Δυτικοί»). Από τη μια μεριά ένας υπεροπτικός κοσμοπολιτισμός, έναντι ενός απορριπτικού εθνικού απομονωτισμού, γεγονός που αποτελεί σημείο «ανταγωνισμού» σε διάφορα πεδία, με πιο χαρακτηριστικό αυτό της εκπαίδευσης και της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Με αφορμή τις τρέχουσες σημαντικές εξελίξεις σε όλο τον κόσμο αλλά και την επόμενη μέρα για τη χώρα μας και την αναζήτηση ενός νέου αφηγήματος, θεωρούμε ότι περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο να προτάξουμε έναν ισότιμο κοσμοπολιτισμό, που θα συνδιαλέγεται και θα συζητεί, που θα προτείνει αλλά και θα υιοθετεί, που θα αναδεικνύει αλλά και θα αναζητεί ευκαιρίες ή άλλες προσεγγίσεις με διεθνή και εθνική οπτική. Μια οπτική που βλέπει πέρα και μακριά από λογικές που διαιρούν τον κόσμο σε «εμάς» και «εκείνους», του μη συμβιβασμού και της επίρριψης ευθυνών. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απαιτεί πληροφόρηση και ενημέρωση για την «εδώ πραγματικότητα» (το σπίτι μας, τον τόπο μας, τη δουλειά μας, τις καθημερινές μας συνήθειες) με την «εκεί πραγματικότητα» (τον φαινομενικά απόμακρο και ξένο κόσμο). Η πολιτική στην περίπτωση αυτή διενεργείται όχι μόνο στο εθνικό επίπεδο, αλλά σε όλα τα επίπεδα – περιφερειακό, εθνικό, διεθνές. Από αυτή την άποψη, η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν συνεπάγεται ότι η εσωτερική πολιτική εναποτίθεται στον κάλαθο των αχρήστων της Ιστορίας.
Αντίθετα, το «διεθνές» και το «εσωτερικό» συνυπάρχουν: συμπληρώνουν το ένα το άλλο και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αντίθετοι ή ασύμβατοι τρόποι κατανόησης. Το να υιοθετηθεί μια νέα εξωστρεφής οπτική συνίσταται κυρίως στην ανάλυση και στην προσπάθεια ερμηνείας των περίπλοκων σχέσεων και προβλημάτων στον πλανήτη με όρους ισότιμους. Ειδικότερα, σήμερα όπου μετα-ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η ανάπτυξη, η κοινωνική ασφάλεια, η μετανάστευση και η τρομοκρατία, θα πρέπει να απολαμβάνουν μεγαλύτερη προσοχή, ο ισότιμος κοσμοπολιτισμός αποτελεί για την πατρίδα μας ένα ουσιαστικό πρόταγμα που αφήνει πίσω λογικές μιζέριας, κακοδαιμονίας και αποστασιοποίησης. Η πολιτική ηγεσία, οι φορείς της κοινωνίας, η ίδια η κοινωνία πρέπει να απαντήσουν στις προκλήσεις και στα διλήμματα που πυκνώνουν για τη χώρα μας με την υιοθέτηση ενός ισότιμου κοσμοπολιτισμού που θα προτάσσει το διεθνές με το εθνικό, δημιουργώντας ευκαιρίες και πολλαπλασιάζοντας την απήχηση της χώρας, με πολίτες υπερήφανους για το σήμερα και το αύριο και όχι μόνο για το χθες…
* Ο κ. Νίκος Παναγιώτου είναι επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ.
** Ο κ. Χρήστος Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής στο ΑΠΘ.