Καθώς αλλάζει η ηγεσία σε όλα τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης, οι οικονομικές προτεραιότητες για τα επόμενα πέντε χρόνια εμπίπτουν σε τρεις ευρείες κατηγορίες.
Η πρώτη, και πιο επείγουσα, αναφέρεται στην κλιματική αλλαγή. Χωρίς αποτελεσματική δράση για να αντιστρέψουμε τη θέρμανση του πλανήτη, θα υπάρξουν όλο και πιο τρομακτικές φυσικές καταστροφές. Πρέπει να επιταχυνθεί η πλήρης μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι συγκλονιστικό πόση ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να παράγεται από τον άνθρακα (80% για χώρες όπως η Πολωνία κι η Εσθονία, πάνω από 40% για την Ελλάδα και τη Γερμανία).
Πέρα όμως από αυτό, οι επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, οι εμπορικές συμφωνίες, όλα θα πρέπει να λαβαίνουν υπόψη τους από εδώ και στο εξής το περιβαλλοντικό αποτύπωμα που αφήνουν πίσω τους. Οι καταναλωτικές συνήθειες όλων μας θα πρέπει να προσαρμοστούν, από το τι τρώμε έως τον τρόπο και τη συχνότητα με την οποία ταξιδεύουμε.
Ομως, όπως έδειξε το κίνημα των gilets jaunes στη Γαλλία, οι πολιτικές που ακολουθούνται διανέμουν το βάρος της προσαρμογής δυσανάλογα στους οικονομικά πιο αδύναμους. Μια σειρά αντισταθμιστικών πολιτικών πρέπει να συνοδεύει κάθε πράσινη δράση, για να προωθεί οικονομική ισότητα.
Η δεύτερη δέσμη προκλήσεων αφορά τις μεταβολές στο παγκόσμιο σύστημα ισχύος. Η Κίνα αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς από τότε που εντάχθηκε στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, τον ΠΟΕ. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. ανησυχούν ότι η Κίνα δεν έχει απλώς οικονομικά κίνητρα στην εξωτερική της πολιτική αλλά έχει και βλέψεις με διάσταση ασφάλειας.
Οι ΗΠΑ είναι πολύ πιο ξεκάθαρες στο πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν την Κίνα. Δεν πιστεύουν ότι ο ΠΟΕ είναι κατάλληλος να συμπεριλάβει μια τόσο μεγάλη και διαφορετική χώρα. Ετσι, οι ίδιες οι ΗΠΑ τον παρακάμπτουν. Η εμπορική πολιτική που ασκούν στις σχέσεις τους με την Κίνα αποτελεί μέρος μιας προσπάθειας να ανακτήσουν το κόστος που έχουν υποστεί λόγω των, κατά τη γνώμη τους, κινεζικών πρακτικών ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ δεν επιτρέπουν σε κινεζικές επιχειρήσεις να παρέχουν κρίσιμη υποδομή επικοινωνιών στην επικράτειά τους, όπως το 5G, παρά το γεγονός ότι σε αυτό τον τομέα η κινεζική τεχνολογία είναι πρωτοποριακή.
Η Ευρώπη, αντιθέτως, παραμένει αναποφάσιστη. Δεν εγκρίνουμε εμπορικούς πολέμους ως τρόπο επιβολής πειθαρχίας, κι όσον αφορά θέματα ασφάλειας, δεν υπάρχει μία κοινή για όλους θέση. Είναι σωστό να επιτρέπουμε τις κινεζικές επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές, όπως οι επικοινωνίες, αλλά και στα λιμάνια, μόνο βασιζόμενοι στα οικονομικά οφέλη; Είναι προβληματικό το ότι αποφάσεις τέτοιες λαμβάνονται σε επίπεδο εθνικό, παρόλο που οι πιθανές επιπτώσεις γίνονται αισθητές σε ολόκληρη την Ευρώπη, λόγω της κοινής αγοράς. Η πίεση για συντονισμό θα αυξηθεί, συγκρουόμενος με το δικαίωμα μιας χώρας να λαμβάνει κυριαρχικές αποφάσεις.
Η Ευρώπη εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της. Αυτή η εξάρτηση περιορίζει την οικονομική της αυτοδυναμία, όπως απέδειξαν οι πρόσφατες κυρώσεις των ΗΠΑ στο Ιράν. Αν οι ευρωπαϊκές προτιμήσεις πρόκειται να αποκλίνουν όλο και περισσότερο από αυτές των ΗΠΑ στο μέλλον, τότε είναι σημαντικό να μειώσουμε τη στρατιωτική μας εξάρτηση από τις ΗΠΑ προκειμένου να αποκαταστήσουμε την αυτονομία μας σε οικονομικά θέματα.
Το τελευταίο σύνολο προκλήσεων συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία μας. Η Ευρώπη έχει αναμφισβήτητα ξεπεράσει την κρίση. Ωστόσο, βρίσκεται πληγωμένη, με τραύματα που δεν έχουν κλείσει. Πρώτον, υπάρχει εμφανής αύξηση των οικονομικών αποκλίσεων μεταξύ χωρών και περιφερειών. Η κοινωνική και οικονομική συνοχή έχει μειωθεί. Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία διάθεση για προώθηση μέτρων οικονομικής αρχιτεκτονικής που είναι απαραίτητα για τη στήριξη της νομισματικής ένωσης. Τρίτον, οι λαϊκιστικές ή ακόμη κι εθνικιστικές τάσεις σε πολλές χώρες δημιουργούν φυγόκεντρες δυνάμεις, όπως π.χ. το Brexit, που αποδυναμώνουν την Ευρώπη.
* Η κ. Μαρία Δεμερτζή είναι υποδιευθύντρια του Ινστιτούτου Bruegel.