Μπήκε στον καινούργιο χρόνο η ζωή μας, ζούμε στο 2020. Ο συλλογικός μας χαρακτήρας και η καλλιέργειά μας δεν μας αφήνουν περιθώρια να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα – δεν την αντέχουμε. Αυτό το ξέρουν καλά οι δυνάστες μας, κομματάνθρωποι και τηλεπερσόνες. Ετσι, εκλείπει εντελώς η κοινωνική αυτοκριτική, η αναγνώριση λαθών, άρα και οι ρεαλιστικές προοπτικές.
Σταματάμε σε αστοχίες χειρισμών, κρίνουμε και τις επικαιρικές στραβοτιμονιές, εκεί τελειώνει ο δημόσιος προβληματισμός μας. Η μάζα (λέξη ταπεινωτική αλλά δυστυχώς ρεαλιστική) προτιμάει το ψέμα, αρκεί να είναι ευφραντικό: να ζει με «εντυπώσεις», όχι με πιστοποιήσεις.
Αυτό είναι που ξέρουν καλά οι δυνάστες μας, θύματα και αυτοί, αλλά της αυτοχειρίας τους. Το δικό τους ντοπάρισμα θέλει διαφορετικό αφιόνι, πανάκριβο, και η στέρησή του βασανιστική: δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς δημοσιότητα. Το αποδείχνουν, άθελά τους, δέκα χρόνια τώρα που ο τόπος ρημάζει, λαφυραγωγείται χυδαία από τα ευρωπαϊκά μας ινδάλματα, η νεολαία φεύγει, η στέρηση και η ανελπιστία συντρίβουν το δυναμικότερο κομμάτι του πληθυσμού. Ομως οι κομματικές αντιμαχίες συνεχίζονται ερήμην της τρομακτικής συμφοράς και με αναστήματα όλο και πιο ασήμαντα έως και σπιθαμιαία.
Καίριος παράγων γι’ αυτή τη δραματική, ανέλπιδη έκπτωση είναι, κατά το «κοινό αίσθημα», η θεσμοποιημένη ατιμωρησία και τα ΜΜΕ: Η έγκαιρη και σκόπιμη μεσολάβηση πρωτόγονης νομοθεσίας που αμνηστεύει, σε ελάχιστο χρόνο, εξόφθαλμα εγκλήματα πρωθυπουργών και υπουργών, επιτρέπει, προκλητικότατα, να δημοσιεύουν άρθρα, να κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις και να μας δίνουν αφ’ υψηλού συμβουλές «πολιτικοί» ένοχοι, τουλάχιστον για τον εξωφρενικό δανεισμό της χώρας. Κατάφωρα ένοχοι για εξαγορά ψήφων με αντάλλαγμα τον διορισμό στο Δημόσιο εκατοντάδων χιλιάδων περιττών υπαλλήλων. Ενοχοι για παραγραφές χρεών του κόμματός τους. Για εύνοια (καταστροφική της δημόσιας οικονομίας) σε μεγιστάνες του πλούτου. Ατιμωρησία για τους υπουργούς με ακέραιη την ενοχή που η υποχρεωτική σχολική Παιδεία παράγει κάθε χρόνο ποσοστό, πολύ πάνω από 50%, λειτουργικώς αναλφαβήτων.
Δεύτερος παράγων για τη δραματικά ανέλπιδη έκπτωση του Ελληνισμού και του ελλαδικού κρατιδίου, είναι, στην κοινή πια συνείδηση, τα ΜΜΕ. Δεν χρειάζεται ανάλυση, τα ΜΜΕ στη σημερινή Ελλάδα είναι κοινή ντροπή. Τα μη κρατικά κανάλια έχουν μεταβληθεί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε μικρομάγαζα ευτελισμένου γιουσουρούμ – πουλάνε κοφτερά μαχαίρια και μαλακές παντούφλες, ματογυάλια, βερνίκια και εσώρουχα, θαυματουργές αλοιφές και πάσης χρήσεως ράφια, μαζί με αναρίθμητες άλλες άθλιες μικροπραμάτειες. Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας που έχει παραδώσει τη ραδιοτηλεοπτική πληροφόρηση και την ψυχαγωγία των πολιτών στην πιο φτηνιάρικη αγοραία ασυδοσία, σε λιανοπουλητές της «ευκαιρίας».
Οσα κανάλια έχουν Δελτία «Ειδήσεων» και όσες εφημερίδες επιβιώνουν μέσα στην πλημμυρίδα των «λειτουργικώς αναλφαβήτων», μιλάνε για την εκρηκτική δυναμική του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, τις εξωφρενικές επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, το σοβαρό ενδεχόμενο να χαθούν για την Ελλάδα νησιά πανάρχαιης ελληνικής καταγωγής ή και χερσαία εδάφη. Ομως δεν μοιάζει να διερωτάται κανείς: με ποιο ψυχολογικό σθένος, με ποιο «ηθικό» (φρόνημα και αυταπάρνηση) θα υπερασπίσουμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι τη γη μας και τις θάλασσές μας;
Σαράντα χρόνια τώρα, οι «προοδευτικές δυνάμεις» έχουν μεθοδικά ξεριζώσει από το σχολείο και από την κωμική (λίγων μηνών) στρατιωτική θητεία κάθε εκτίμηση και αξιολόγηση της ελληνικότητας (γλώσσας, Ιστορίας, Τέχνης που πήγασε από την εμπειρία της μεταφυσικής, όχι από ιδεολογίες). Το ΠΑΣΟΚ εμπέδωσε στην Παιδεία τον «προοδευτικό» μηδενισμό – πήγαινε πακέτο με τον πολιτικό αμοραλισμό του. Η Ν.Δ. πιθήκιζε πάντοτε το ΠΑΣΟΚ και πλειοδότησε στον αφελληνισμό της ελλαδικής κοινωνίας, τρέμοντας μη χαρακτηριστεί «Ακροδεξιά». Ο ΣΥΡΙΖΑ, μεθοδικός στην πανουργία, ξερίζωσε «σύριζα» (εκ βαθέων) κάθε βιωματική συνέχεια πατρίδας. Ο πατριωτισμός ταυτίζεται πια με κόμματα «της πλάκας».
Λογικά πιθανότερο μοιάζει, ότι σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, σε οποιοδήποτε σημείο της κρατικής εδαφικής μας υπόστασης, η αντίδραση των Ελλαδιτών θα είναι επανάληψη του υποδείγματος των Ελληνοκυπρίων: Θα επιβιβαστούν στα Ι.Χ. τους και θα φύγουν, για να εγκατασταθούν στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Αυτό οι Τούρκοι το ξέρουν και τα ευρωπαϊκά μας ινδάλματα έκδηλα το ποθούν. Ο «πόθος» τους δεν μοιάζει άσχετος και με τη στελέχωση των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών – η σύνθεση των κυβερνήσεων αντανακλά τις «φιλοευρωπαϊκές» προτεραιότητες, καθόλου την αγωνία ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού.
Εξάλλου, τα πατρογονικά χωράφια, ακόμα και αρχοντόσπιτα στα χωριά δεν γοητεύουν όσο ένα «τριάρι» ή και «δυάρι» στην ατιμασμένη βάναυσα και τερατοπλασμένη Αττική. Η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα (το χωριό) πνίγηκε μεθοδικά και αφανίστηκε με απαίτηση των ευρωπαϊκών «αγορών». Οι εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» καταστρέψανε, επίσης μεθοδικά, τη γλώσσα και στρέβλωσαν εξαμβλωματικά τη διδασκαλία της Ιστορίας. Το σχολείο έγινε θανατερά χρηστικό, βαρετό συμπλήρωμα ή υποκατάστατο του κερδοσκοπικού φροντιστηρίου.
Το όραμα του Κοραή και των Ευρωπαίων Διαφωτιστών ήταν μια Ελλάδα «πολιτισμικό» προτεκτοράτο της «πεφωτισμένης» Ευρώπης, περιορισμένο στα εδάφη που φέρουν αρχαιοελληνικά ονόματα: Αθήνα, Ελευσίνα, Θήβα, Μυκήνες, άντε και Δελφοί. Κυρίως, να κοπεί ο λώρος που συνέδεε τους Ελληνες με την «Πόλη και την Αγια-Σοφιά», την αυτοκρατορική μνήμη και αρχοντιά.
Μοιάζει το όραμα να πλησιάζει στην πραγμάτωσή του.