Οι μαζικοί επαναπατρισμοί είναι έκτακτοι. Δεν είναι παλιννοστήσεις. Και όμως, για πρώτη φορά ακούει κανείς Ελληνες να επιστρέφουν επειδή «εδώ είναι καλύτερα». Εδώ είναι πιο ασφαλείς από ό,τι στις ευρωπαϊκές χώρες τις οποίες εγκαταλείπουν. Οχι μόνο επειδή τους περιμένει για «κοκούνινγκ», το δασύ cocoon της υπερπροστατευτικής ελληνικής οικογένειας. Αλλά και επειδή η άμυνα στην πανδημία αποδεικνύεται μέχρι στιγμής πιο έγκαιρη και πιο συντεταγμένη.
Εδώ είμαστε καλύτερα. Αυτή την –εύθραυστη ακόμη– πραγματικότητα την αναγνωρίζουν όλοι. Την αναγνωρίζουν άκοντες ακόμη και οι κόρακες που δεν μπορούν να κρύψουν τη λαχτάρα τους. Δεν ερμηνεύουν όμως την πραγματικότητα αυτή όλοι ομοιόμορφα.
Αν έχεις μάτια μόνο για τις δημοσκοπήσεις, βλέπεις την αντίδραση στην πανδημία σαν πολιτική συγκομιδή της κυβέρνησης. Η κατάσταση την ευνοεί γιατί εκμαιεύει υπέρ της μια σχεδόν καθολική συσπείρωση, εξαναγκάζοντας ταυτόχρονα την αντιπολίτευση σε συναινετική προσαρμογή.
Ομως, αν ο έλεγχος της πανδημίας τελικώς επιτευχθεί, η ανάγνωσή του με όρους κομματικού οφέλους θα είναι πια εκτός θέματος. Το όφελος θα το έχει προσποριστεί το σκουριασμένο brand της χώρας.
Είναι όντως πολύ νωρίς για να το πει κανείς, φαίνεται όμως ότι η κρίση αυτή δεν αλλάζει μόνο τον τρόπο που οι Ελληνες βλέπουν το κράτος τους. Μπορεί να αλλάξει και τον τρόπο που βλέπουν την Ελλάδα απέξω.
Η περιγραφή της δοκιμασίας με εθνικούς και ιστορικούς όρους προκαλεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα μια παρεξήγηση: όποιος διατυπώνει ενστάσεις αντιμετωπίζεται περίπου ως προδότης που εννοεί να καταρρακώσει το αντιιικό φρόνημα των Ελλήνων.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η αντιπολίτευση. Αντιπολίτευση κάνει και ο τέως υπουργός Υγείας όταν, ας πούμε, ζητεί την επιστράτευση του συστήματος της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Παρότι έχει πολιτευθεί διαρκώς στη σκιά του τέως αναπληρωτή του, ο Ξανθός, που δεν αφήνει την πολιτική να καταπιεί την ιατρική του ιδιότητα, καταλήγει να κάνει αντιπολίτευση πιο αποτελεσματική από τις μπαλοθιές στο Facebook. Η δική του κριτική μπορεί να ακουστεί. Μπορεί, χάρη στη νηφαλιότητά της, να είναι πιο πειστική.
Το αντίπαλο ύφος που εκπορεύεται από το κόμμα του Ξανθού δεν είναι τάχα «εθνικά επιζήμιο». Ερχεται από άλλη ιστορική φάση. Ανακαλεί την περίοδο της ακατάσχετα σπαταλημένης ενέργειας – του εθνικού χρόνου που αναλώθηκε σε εχθροπάθεια και χιμαιροθηρική αγανάκτηση.
Το ύφος εκείνου του διχασμού έχει –αποδεδειγμένα, με εκλογικά μέτρα– κοστίσει στο κόμμα του Ξανθού. Η υπόθαλψη της «αντιμνημονιακής» γλώσσας, ακόμη και αν δεν αποτελεί κεντρική κομματική επιλογή, αντανακλά την αδυναμία του κόμματος να παρακολουθήσει ότι η παρούσα κρίση δεν είναι η κρίση που το γέννησε. Ολα θα αλλάζουν. Και το κόμμα θα παίζει ακόμα την κασέτα της χρεοκοπημένης Ελλάδας.