O πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Δασούλας, ως Εισαγγελεύων, ανέθεσε σε δύο αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, τους κ. Ζαχαρή και Σοφουλάκη (στον τελευταίο, μόλις προαχθέντα, πριν καν αναλάβει τα καθήκοντά του), τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως εις βάρος της υπόπτου, τότε, κ. Τουλουπάκη, κατόπιν των μηνύσεων Σαμαρά και Βενιζέλου. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής, αμφότεροι οι αντεισαγγελείς εξέδωσαν πόρισμα, αυτοτελώς και κεχωρισμένως. Με το πόρισμά του ο κ. Ζαχαρής παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Ιωαννίδη, να ασκήσει ποινική δίωξη κατά της κ. Τουλουπάκη, για τα εις αυτό αναφερόμενα ποινικά αδικήματα. Για τα ίδια αδικήματα, ο κ. Σοφουλάκης έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, διότι έκρινε ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση των αδικημάτων αυτών. Ο κ. Ιωαννίδης άσκησε τη δίωξη. Ορθώς, για τους εξής λόγους: Κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, «η εισαγγελία δρα ενιαία και αδιάκριτα», με την έννοια ότι οποιαδήποτε πράξη γίνεται από ένα μέλος της εισαγγελίας εντός του κύκλου των αρμοδιοτήτων του θεωρείται ότι έγινε από την ενιαία και αδιαίρετη εισαγγελική αρχή (Καρρά, «Ποιν. Δικον.», σ. 175., Χ. Μπάκα, «Προδικασία Ποινικής Δίκης», σ. 115, Παπαδαμάκη, «Ποιν. Δικον.», σ. 126).
Κάθε εισαγγελία είναι συγκροτημένη κατά το ατομικό (μονοκρατικό) σύστημα. Αμεση απόρροια τούτου είναι ότι σε οποιαδήποτε ενέργειά της η εισαγγελία εκπροσωπείται από ένα μόνο μέλος της (Δαλακούρας, «Ποιν. Δικον. Δίκ.», σ. 159). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 παρ. 4 εδ. β ΚΟΔΚΔΛ, τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Ο εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες του προϊσταμένου του. Ακολούθως, κατά το άρθρο 16 παρ. 1 ΚΟΔΚΔΛ «αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς, τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος». Κάθε ενέργεια ενός αντεισαγγελέα πρέπει να γίνεται με τη σιωπηρή ή ρητή έγκριση του προϊσταμένου του, ή του αρχαιοτέρου του. (Καίσαρη – Μαργαρίτη «Ερμην. ΚΠΔ», σ. 87, Δαλακούρα, «Ποιν. Δικον. Δίκ.», σ. 161). Ειδικότερα, για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, το μεν άρθρο 25 παρ. 1α του Οργανισμού των Δικαστηρίων ορίζει ότι «στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης», το δε άρθρο 32 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ορίζει ότι «ο εισαγγελέας εφετών έχει το δικαίωμα να ενεργεί προσωπικά ή με κάποιον από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σε αυτόν προκαταρκτική εξέταση». Τέλος, στο άρθρο 245 ΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «πότε και από ποιον ενεργείται η προκαταρκτική εξέταση», ορίζεται ότι αυτή ενεργείται «από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα». Από τον συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ο εισαγγελέας λειτουργεί μόνος. Ενας εισαγγελέας στο ακροατήριο, ένας εισαγγελέας στο δικαστικό συμβούλιο, ένας εισαγγελέας στην προανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση.
Ο διορισμός δύο εισαγγελέων για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης δεν σημαίνει ότι ενεργούν και οι δύο αυτοτελώς, αλλά ομού, του νεωτέρου εξ αυτών, εκτελούντος χρέη επικούρου, και σε περίπτωση διχογνωμίας, υπερισχύει η γνώμη του αρχαιοτέρου, ο οποίος συντάσσει και το πόρισμα. Δύο πορίσματα σε μία προκαταρκτική εξέταση, του αρχαιοτέρου και του επικούρου νεωτέρου, δεν νοούνται.
Τούτο, όπως προεκτέθηκε, είναι απόρροια του κανόνα ότι η Εισαγγελική Αρχή είναι πάντοτε μονοπρόσωπη και επί πλειόνων εισαγγελέων, λειτουργούντων επί το αυτό, δεν είναι δυνατή η διατύπωση πλειόνων γνωμών ή μειοψηφιών, αλλά ο νεώτερος απλώς επικουρεί και ουδέν πλέον αυτού. Ο αυξημένος βαθμός εξάρτησης που ενυπάρχει στις περιπτώσεις αυτού του γενικού ιεραρχικού δεσμού, καθιστά την τυχόν αυτόβουλη ενέργεια του υφισταμένου (κατά βαθμό ή αρχαιότητα), η οποία αντιτίθεται σε σχετική εντολή του προϊσταμένου, αυτοδικαίως άκυρη και ανενεργή (Δαλακούρας, όπ. π., σ. 168, Καρράς, ΠΔΔ, σ. 191).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Σοφουλάκης, εκλαμβάνων ότι δύναται, καίτοι μετέχει της αυτής προκαταρκτικής εξετάσεως με τον ομοιόβαθμό του και αρχαιότερό του κ. Ζαχαρή, ως επίκουρος, να ενεργήσει αυτοτελώς και κεχωρισμένως, διατύπωσε δικό του πόρισμα, αδιαφορώντας για την αντίθετη γνώμη του συναδέλφου του.
Ο κ. Σοφουλάκης, δεν είχε, λοιπόν, την αρμοδιότητα και εξουσία να προβεί προσωπικά στην εκτίμηση του συγκομισθέντος αποδεικτικού υλικού και να διατυπώσει προσωπική του γνώμη περί του αν συνέτρεχαν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής διώξεως. Κατά συνέπειαν, η σύνταξη από αυτόν πορίσματος και θέση της υπόθεσης στο αρχείο, είναι απολύτως άκυρη κατά το άρθρο 171 παρ. 1β του ΚΠΔ. Από όλη αυτή την ιστορία, ανακύπτει ένα μέγα ερώτημα: Ο κ. Σοφουλάκης, ο οποίος προήχθη στον βαθμό του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ύστερα από ευδόκιμη υπηρεσία τριάντα περίπου ετών, πώς είναι δυνατόν να αγνοεί αυτά τα στοιχειώδη, τα οποία έζησε και ως νομική πραγματικότητα σε όλη του τη σταδιοδρομία;
* Επίτιμος αρεοπαγίτης, Δ.Ν.