Ηταν πάντα ο αντιστάρ. Από τη διαπρεπή τρόικα του πρώτου κύματος, ο Βασίλης Κοντοζαμάνης ήταν ο πιο χλωμός σε δημοσιότητα. Τη δόξα έδρεψαν ο καθηγητής και ο θηριοδαμαστής. Ο υφυπουργός Υγείας εμφανιζόταν πάντα ημιφωτισμένος, με την επικοινωνιακή απροσφορότητα που εκλαμβάνεται ως εχέγγυο τεχνοκρατικής επάρκειας – όπως είναι πλέον ο καθωσπρέπει ευφημισμός για τη γραφειοκρατική αποτελεσματικότητα.
Αυτές τις α-πολιτικές α-δεξιότητες επέδειξε την Τρίτη και στη Βουλή ο Κοντοζαμάνης όταν, αμυνόμενος έναντι της αντιπολίτευσης, αποφάνθηκε ότι «ευτυχώς για τους Ελληνες, στο τιμόνι βρίσκεται ο Μητσοτάκης, που είναι ένας και μοναδικός». Αναζητώντας τον έπαινο, ο γραφειοκράτης συνάντησε τον κονφερασιέ.
Το αποπνικτικό λιβάνισμα θα είχε περάσει απαρατήρητο, αν δεν μπορούσε να συσχετιστεί με τη γενική εντύπωση αυτάρεσκου καθησυχασμού που καταλογιζόταν στην κυβέρνηση κατά το τελευταίο διάστημα. Η εντύπωση οφειλόταν στη μονότονη επίκληση της ευρωπαϊκής υπερ-έξαρσης και τη σύγκρισή της με τις καλύτερες ελληνικές επιδόσεις. Ακόμη και τα ομολογημένα της σφάλματα η κυβέρνηση τα απέσυρε, παρουσιάζοντάς τα ως εμπεριστατωμένα: η επιχειρηματολογία για το πόσο μελετημένη ήταν η απόφαση για το άνοιγμα των γηπέδων παρά λίγο να υποσκελίσει την επιχειρηματολογία για την ανάκλησή της.
Παντού στον κόσμο οι κυβερνήσεις είναι ευάλωτες στην τζάμπα υγειονομική αντιπολίτευση, γιατί καλούνται να πιλοτάρουν χωρίς ορατότητα. Εδώ, η επιπλέον δυσκολία είναι η πρότερη επιτυχία. Στο πρώτο κύμα είχαμε νιώσει στεγανοί. Γι’ αυτό και δεν είναι έκπληξη που τώρα ακόμη και η ψιχάλα μοιάζει με κατακλυσμό. Η επιτυχία που υμνεί αυτολατρευτικά ο Κοντοζαμάνης αποβαίνει πολιτικό βάρος: Το συλλογικό ένστικτο δεν ζυγίζει την κυβέρνηση με μέτρο την Ευρώπη. Τη ζυγίζει με μέτρο τις δικές της προηγούμενες επιδόσεις. Γίνεται, έτσι, ενστικτωδώς μια βάναυσα ανισόρροπη σύγκριση μεταξύ των υγειονομικών αποτελεσμάτων ενός ολοκληρωτικού lockdown και της πτυσσόμενης πανδημικής άμυνας με ανοιχτή την οικονομία.
Η πλοήγηση μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον δεν είναι ζήτημα επικοινωνιακής τακτικής της κυβέρνησης. Η δυνατότητά της να πείθει τώρα την κοινή γνώμη είναι ζήτημα δημόσιας υγείας. Σε αυτή την προσπάθεια θα ήταν αφελές να περιμένει η κυβέρνηση, έστω, την εποικοδομητική σιωπή της αντιπολίτευσης. Αντιθέτως. Θα βρίσκεται αντιμέτωπη με ανηλεή υπονόμευση του μηνύματος – όπως είχε συμβεί με τα σχολεία. Οταν θα παίρνει αυστηρά μέτρα, θα κατηγορείται για πατερναλισμό· όταν δεν θα παίρνει, θα κατηγορείται για ολιγωρία.
Παρά τον αντιπολιτευτικό θόρυβο, η κυβέρνηση εξακολουθεί να αναμετριέται με τις ίδιες τις επιδόσεις της. Το πολιτικό της κεφάλαιο το κερδίζει και το χάνει επιχειρησιακά. Για να το πούμε απλά: Θα είχε περισσότερο κύρος να διαθέσει κατά των πάρτι, αν είχε καταφέρει να προστατεύσει τα γηροκομεία.