Μπορεί κανείς να το φανταστεί ως εξής: Η τηλεόραση παίζει Βουλή. Ο Τσίπρας βλέπει στην οθόνη του ότι εκείνη τη στιγμή ανεβαίνει στο βήμα ο διαβόητος βουλευτής του. Ανεβάζει την ένταση. Και ακούει τον Πολάκη να ωρύεται ότι ο «Σωτήρης» λέει «αρλούμπες». «Επιστημονικές αρλούμπες!»
Τι σκέψεις γεννά αυτό το θέαμα στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Πανηγυρίζει μήπως επειδή ο βουλευτής του σπιλώνει με τα σταγονίδια της αψύτητάς του τον επικεφαλής της επιτροπής εμπειρογνωμόνων;
Νιώθει δικαιωμένος; Ή μήπως κάπου σκιάζει τον νου του η υποψία ότι –προτού καν μπει κανείς στην ουσία των καταγγελιών– σε επίπεδο εντυπώσεων η αναμέτρηση αυτή, Πολάκης εναντίον καθηγητή, δεν μπορεί να αποβαίνει υπέρ του κόμματός του;
Μήπως υποψιάζεται ότι και μόνο ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η επίθεση κατά του Τσιόδρα προκαλεί συμπάθεια για τον πληττόμενο και αποστροφή για τον επιτιθέμενο – συναισθήματα που μεταφράζονται σε πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ;
Εντάξει, τα ερωτήματα αυτά δεν είναι απλώς αφελή. Είναι και πολυφορεμένα. Η απορία πώς ο Τσίπρας επιτρέπει στον Πολάκη να καπελώνει επικοινωνιακά το κόμμα και να προσγειώνει τον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ στα δικά του ένστικτα είναι περυσινή. Προπέρσινη. Αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν σε θέση να δει αποστασιοποιημένα, έξω από τη φούσκα όπου ακούγεται μόνο ο κομματικός αντίλαλος, τη ζημιά που του κάνει ο βουλευτής του, θα είχε φροντίσει να λύσει το πρόβλημα.
Στα μάτια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ο πολακισμός δεν είναι πρόβλημα. Είναι μια κάπως πιο πικάντικη εκδοχή της επίσημης γραμμής. Προβληματικοί στην Κουμουνδούρου θεωρούνται μόνο αυτοί που αμφιβάλλουν για τη γραμμή – και όχι εκείνοι που την υπερακοντίζουν, συνοδεύοντάς την με δηλώσεις αφοσίωσης προς τον πρόεδρο.
Σε αυτή την κατηγορία οφείλει να ταξινομήσει κανείς και άλλα στελέχη που φοράνε, σαν δεύτερο δέρμα, το παρελθόν τους. Οταν στην ίδια κοινοβουλευτική συνεδρίαση ακούει κανείς τον Νίκο Παππά να πολακίζει στο βήμα, εκσφενδονίζοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα υπερδραματοποιημένη αγανάκτηση –«σοβαρά μιλάτε;», «τόσο μπορείτε;», «δεν ντρέπεστε;»–, πώς μπορεί να αγνοήσει το αυτοϋπονομευτικό αποτέλεσμα; Ποιος επέτρεψε στον απονομιμοποιημένο πρώην υπουργό την ψευδαίσθηση ότι του έχει απομείνει πολιτικό κεφάλαιο για τέτοιο ύφος;
Το ποιος, το ξέρουμε. Ο Τσίπρας έχει προσπαθήσει να ανανεώσει τον θίασο με ασημάδευτα πρόσωπα. Χθες είχε δίπλα του τον Ηλιόπουλο και τον Ξανθό. Ομως, το αντιπολιτευτικό ρεπερτόριο που τους αναθέτει –ότι η πανδημία είναι μητσοτακογενής· ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον ιό για να εφαρμόσει την ατζέντα Πισσαρίδη και να βάλει τη δημοκρατία σε καραντίνα– είναι του παλιού, εξαντλημένου ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό το κουβαλούν τα ληγμένα πρόσωπα.
Παύλος Πολάκης: Καπελώματα
1' 59" χρόνος ανάγνωσης