Κάπως έτσι συνοψίζεται η ζωή του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ηταν ο άνθρωπος που έβαζε γκολ με το χέρι και πανηγύριζε, και ύστερα από τέσσερα λεπτά έβαζε γκολ ντριπλάροντας οκτώ αντιπάλους, αφήνοντας άφωνους δισεκατομμύρια φιλάθλους. Αυτό το παιχνίδι με την Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986 αποτυπώνει τα όρια της προσωπικότητας αυτού του τεράστιου ποδοσφαιριστή.
Η αλήθεια είναι πως η καριέρα του δεν είχε μεγάλη διάρκεια, κάτι που είναι βασικός δείκτης όταν συγκρίνουμε μεγάλους παίκτες συλλογικών ή ατομικών αθλημάτων. Ουσιαστικά, τα καλά του χρόνια ήταν μόλις οκτώ, από το 1986 έως το 1994, οπότε και αποκαθηλώθηκε. Αλλοι ποδοσφαιριστές, αναλόγου κλάσεως, είχαν πολύ μεγαλύτερη παρουσία στους αγωνιστικούς χώρους, κι όμως το όνομα Μαραντόνα έλαβε θρυλικές διαστάσεις.
Ισως γιατί κινήθηκε αντισυμβατικά. Γιατί προκαλούσε. Δεν ήταν το «καλό παιδί». Αν το έφερνε η εξέλιξη ενός αγώνα, έπαιζε και ξύλο. Ετσι, είχε απέναντί του όλο το κατεστημένο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Δεν είναι τυχαίο πως στην Ιταλία δεν πήγε σε μια ομάδα του πλούσιου Βορρά, αλλά στη Νάπολη της φτώχειας και της Καμόρα.
Ο Μαραντόνα ήταν τελικά άνθρωπος των άκρων, άνθρωπος-σχοινοβάτης χωρίς δίχτυ προστασίας, άνθρωπος που έπαιζε με τη μοίρα του. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε να διαχειρισθεί την πτώση του. Τη βίωσε κατρακυλώντας στο έσχατο σκαλοπάτι, χωρίς να προσπαθήσει να προστατευθεί.
Από κάποιο σημείο και μετά, φαίνεται πως δεν τον ενδιέφερε η δημόσια εικόνα του. Δεν επεδίωξε να δείχνει ατσαλάκωτος, αλλά αυτό που στην πραγματικότητα ήταν. Ενας εκπεπτωκός. Και δύο άλλοι, εξίσου μεγάλοι, ποδοσφαιριστές είχαν παρόμοια κατάληξη. Ο Γκαρίντσα και ο Τζορτζ Μπεστ. Βέβαια και οι δύο μεγαλούργησαν σε εποχές με άλλα ήθη και άλλες κοινωνικές προτεραιότητες κι έτσι η πτώση τους δεν πήρε τις διαστάσεις της ανθρωποφαγίας. Τους θυμόμαστε με τρυφερότητα μόνο για τα «ζογκλερικά» τους μέσα στα γήπεδα, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Δεν θα σχολιάσω δηλώσεις που έκαναν για τον θάνατο του Μαραντόνα στελέχη της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Επικολυρικές ανοησίες, διανθισμένες με επαναστατικά πολιτικά μηνύματα από ανθρώπους που εναγωνίως πασχίζουν για την καθημερινή δημοσιότητα. Παραμυθιάζονται πως με παρόμοιες δηλώσεις κοινωνικοποιούν το ποδόσφαιρο και παρεμβαίνουν στις μάζες.
Τουλάχιστον, κάποιοι από αυτούς γνωρίζουν πως η μπάλα είναι στρογγυλή.