«Πολλές φορές τον αποκαλούσαν “Ο γερουσιαστής Stealth”, από την τεχνολογία που ανέπτυξαν οι ΗΠΑ κάνοντας τα πολεμικά αεροσκάφη τους αόρατα στα ραντάρ. Κάπως έτσι ήταν και ο Πολ Σαρμπάνης, στις πέντε σπουδαίες θητείες του ως γερουσιαστής των Δημοκρατικών, αλλά και στη συμβολή του για την προώθηση των θέσεων της Ελλάδος στο Κογκρέσο και όχι μόνον: Ανθρωπος μετριοπαθής, πάντοτε χαμηλών τόνων, δεν δρούσε ποτέ παρασκηνιακά. Ηταν όμως αθόρυβος και απίστευτα αποτελεσματικός. Δεν τον ενδιέφερε να πάρει την αναγνώριση του δήμου ή των σοφιστών, αλλά να δώσει τον καλύτερό του εαυτό για να γίνει το σωστό. Και στο τέλος το κατάφερνε. Οσα χρόνια είμαι στη δημοσιογραφία και ξέροντας από κοντά πολιτικούς μεγάλου διαμετρήματος στην Αμερική, ποτέ δεν γνώρισα αντίστοιχο χαρακτήρα», λέει ο Νίκολας Γκέιτζ από την άλλη άκρη της γραμμής για τον Πολ Σαρμπάνη, ο οποίος έφυγε πριν από λίγες ημέρες, σε ηλικία 87 ετών.
«Τον αποχαιρέτισε –άλλωστε– προσωπικά και ο Τζο Μπάιντεν. Ηταν από τους ανθρώπους των οποίων τη γνώμη πάντα υπολόγιζε, όπως όλοι οι Δημοκρατικοί, αλλά και οι Ρεπουμπλικανοί. Με έναν μαγικό τρόπο είχε κερδίσει τον καθολικό σεβασμό. Ελάχιστοι έχουν πετύχει να είναι ειρηνοποιοί ανάμεσα στα δύο κόμματα», συμπλήρωσε ο συγγραφέας της «Ελένης». Θυμήθηκε μάλιστα πως, ως ανταποκριτής των «Νιου Γιορκ Τάιμς», είχε άποψη από πρώτο χέρι πόσο πολύ είχαν θυμώσει οι Τούρκοι από την επιτυχία του ελληνοαμερικανικού λόμπι για το εμπάργκο όπλων κατά της χώρας τους μετά το Κυπριακό από το 1975 έως το 1978, στο οποίο ο Σαρμπάνης είχε καίριο ρόλο. Το να περιορίσει, όμως, κάποιος τη συμβολή του σε αυτό το κορυφαίας σημασίας γεγονός για την ισχύ της κοινότητας των Ελληνοαμερικανών στις ΗΠΑ θα τον αδικούσε.
«Θα τον αδικούσε όντως! Διότι σε ολόκληρη την πορεία του ήταν η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου της ελληνικής ομογένειας», λέει ο ιστορικός της διασποράς, Αλέξανδρος Κιτροέφ. «Μπορεί ο Τζον Μπραδήμας να ήταν ο πρώτος Ελληνοαμερικανός που κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσο, αλλά είχε Αμερικανίδα μητέρα. Ο Σαρμπάνης ήταν πρώτης γενιάς μετανάστης με γονείς που κατάγονταν από τη Λακωνία. Ο πατέρας του πήγε στις ΗΠΑ το 1908 και μάλιστα κατετάγη στο αμερικανικό ναυτικό στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην αρχή ο Σπύρος Σαρμπάνης είχε μαγαζί με γλυκίσματα και καραμέλες όπως όλοι οι Ελληνες και ύστερα άνοιξε ένα μικρό εστιατόριο στην πόλη Σέλσπμπερι στο Μέριλαντ. Αποφάσισε να το ονομάσει “Mayflower Grill”. Ηταν μια παράξενη επιλογή ονόματος, από το διάσημο πλοίο “Μεϊφλάουερ” που μετέφερε τους πρώτους Βρετανούς εποίκους στην Αμερική, το 1620. Οταν τον ρωτούσαν, ο πατέρας Σαρμπάνης έλεγε ότι και οι Ελληνες είναι συνεχιστές εκείνων των πρώτων μεταναστών», συνεχίζει ο ιστορικός του Κολεγίου Χάβερφορντ στην «Κ».
«Γεννημένος στη μικρή αυτή πόλη το 1933, ο Πολ ήταν πολύ χαρισματικός στο σχολείο και στον αθλητισμό. Κατάφερε μάλιστα να πάρει υποτροφία στο Πρίνστον. Η τοπική εφημερίδα το έγραψε ως σπουδαίο νέο και αναφέρει ότι ο Σπύρος και η Ματίνα Σαρμπάνη έκλαιγαν από χαρά και υπερηφάνεια για τον γιο τους. Λίγοι γονείς είχαν δει τα παιδιά τους να σπουδάζουν. Η “Φωνή της Αμερικής” επίσης έστειλε κάποιον να κάνει ένα ρεπορτάζ με πλάνα, στο πλαίσιο της προπαγάνδας ότι οι ΗΠΑ δίνουν ευκαιρίες στα τέκνα των μεταναστών», συμπληρώνει ο Κιτροέφ. «Το σημαντικό με τον άνθρωπο αυτό είναι πως, αν και πολλοί Ελληνοαμερικανοί πρώτης γενιάς εκείνη την περίοδο ήταν πολύ συντηρητικοί, αυτός ήταν πάντοτε προοδευτικός και αυτό το έδειξε από τα φοιτητικά του χρόνια στο Πρίνστον, όπου τάχθηκε κατά τον μακαρθισμού. Αργότερα με υποτροφία Ρόουντς πήγε στην Οξφόρδη, όπου γνώρισε τη Βρετανίδα σύζυγό του».
Εξάσκησε τη δικηγορία και σύντομα αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην τοπική πολιτική σκηνή. Ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων τού έτυχε ο δύσκολος ρόλος να είναι ο πρώτος εισηγητής στην πρόταση μομφής εναντίον του Ρίτσαρντ Νίξον το 1974. Δύο χρόνια αργότερα εξελέγη στο Κογκρέσο και από τη θέση αυτή μαζί με τον Μπραδήμα, τον Μπέντζαμιν Ρόζενταλ, ο οποίος εκλέγετο στο Κουίνς όπου ζούσαν πολλοί Ελληνοαμερικανοί, και τον γερουσιαστή Τόμας Ιγκλετον κατάφεραν ένα απίστευτο πλήγμα εναντίον της υποστήριξης της Τουρκίας από τις ΗΠΑ την εποχή που μεσουρανούσε ως υπουργός Εξωτερικών ο Χένρι Κίσινγκερ.
«Ο Σαρμπάνης; Ηταν ο ήρωάς μου. Είχαμε περίπου την ίδια ηλικία και την ίδια πορεία από τη νομική στην πολιτική», λέει ο Μάικλ Δουκάκης στην «Κ». «Ηταν κάποιος που δεν δίσταζε να αναλάβει την ευθύνη για τα πιο δύσκολα πράγματα, αλλά ποτέ δεν αναζήτησε την επιβράβευση. Το κίνητρό του δεν ήταν ποτέ η προσωπική του αναγνώριση. Οι μάχες που έδωσε για την Ελλάδα, την Κύπρο, τους Ελληνοαμερικανούς και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν συγκλονιστικές και ατελείωτες. Αν είχα εκλεγεί πρόεδρος τότε, ο Πολ θα ήταν το δεξί μου χέρι παντού. Του είχα απόλυτη εκτίμηση για την ακεραιότητά του. Θα μου λείψει ο χαρακτήρας του, αλλά θα λείψει και από τον δημόσιο βίο της Αμερικής».
«Γνώρισα τον Πολ Σαρμπάνη όταν ήμουν σε νεαρή ηλικία και ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος της Αμερικής μού είχε αναθέσει να συσφίγξω τις σχέσεις της Εκκλησίας με τους Ελληνοαμερικανούς γερουσιαστές. Θυμάμαι ότι ήμουν 32 ετών μόλις και είχα ραντεβού για γεύμα στο εστιατόριο του Κογκρέσου με εκείνον και τον Μπραδήμα», θυμάται ο πατέρας Αλεξ Καρλούτσος. «Αισθανόμουν δέος που θα συνέτρωγα με αυτούς τους δύο ανθρώπους, που καμάρωνε ολόκληρη η ομογένεια. Οντως η συνάντηση έγινε, το σέρβις στο Κογκρέσο ήταν πολύ αργό και το φαγητό –φασολάδα– έτσι και έτσι. Κάποια στιγμή στράφηκε ο Σαρμπάνης στον Μπραδήμα και του είπε: “Φαντάζεσαι να το είχαμε εμείς οι Ελληνες αυτό το εστιατόριο; Θα πέταγε!”. Ηταν ένας άνθρωπος που παρέμεινε ταπεινός σε όλη του ζωή, θυμόταν από πού ξεκίνησε η οικογένειά του, το χωριό του, τη Ρειχέα Λακωνίας, και κυρίως δεν έχασε ποτέ την αγάπη του για την Ελλάδα. O γιος του, Τζον Σαρμπάνης, συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση με μεγάλες αξιώσεις».