Η χρονιά που φεύγει δεν ήταν μια καλή χρονιά. Συχνά όμως, από αγκάθι βγαίνει ρόδο, όπως λένε, κι έτσι το κακό 2020 μπορεί στο μέλλον να φέρει και θετικές συνέπειες. Σκέφτομαι τρεις σημαντικές εξελίξεις που συνέβησαν στη χώρα μας μέσα στη χρονιά που φεύγει και οι οποίες, ίσως κάπως παράδοξα, μπορεί να φέρουν θετικά αποτελέσματα. Δύο από αυτές ξεκίνησαν από δυσμενή γεγονότα (πρώτα την πανδημία του κορωνοϊού και, σχεδόν ταυτόχρονα, τον συνδυασμό μεταναστευτικού και τουρκικής απειλής στο Αιγαίο), αλλά η αντιμετώπισή τους οδηγεί στην αναβάθμιση της κρατικής αξιοπιστίας, τόσο εντός της χώρας όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η τρίτη εξέλιξη ξεκίνησε από μια συγκεκριμένη θετική δράση, την ψηφιοποίηση του κράτους, η οποία εντέλει ίσως να επιφέρει το ισχυρότερο πλήγμα σε μία από τις κεντρικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, δηλαδή τις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά του Δημοσίου.
Η μαζική μετανάστευση προς την Ευρώπη μέσω της Ελλάδας και η αυξανόμενη προκλητικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο υπήρξαν, από κοινού, από τις μείζονες προκλήσεις που δέχτηκε η Ελλάδα αυτή τη χρονιά. Η κυβέρνηση βρήκε λύσεις και αντιμετώπισε με σχετική αποτελεσματικότητα τη διπλή πρόκληση. Ανάμεσα στις λύσεις που προκρίθηκαν ξεχωρίζουν η ενίσχυση των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της χώρας, η αγορά νέου αμυντικού εξοπλισμού και η εντατική πολιτική και διπλωματική προσπάθεια για να αναχαιτιστεί η τουρκική προκλητικότητα. Βέβαια, καθώς οι προσωρινές λύσεις δεν συνιστούν μόνιμη επίλυση, τόσο το μεταναστευτικό όσο και τα ελληνοτουρκικά παραμένουν ως ανοιχτά προβλήματα που μπορεί να επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν κατανοήσει τα εξής: Πρώτον, ότι το συνολικό πρόβλημα της μετανάστευσης και των αιτούντων άσυλο δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο με τη συνεργασία όλων των χωρών της Ενωσης. Δεύτερον, ότι ο τουρκικός επεκτατισμός έχει ξεπεράσει τα ανεκτά όρια αλλά επίσης ότι, αν η Τουρκία ανοίξει ξανά τη στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών, η Ενωση δύσκολα θα μπορέσει να τις διαχειριστεί. Και, τρίτον, ότι, λόγω της γεωγραφίας της, η Ελλάδα επωμίζεται ιδιαίτερα καθήκοντα ως προς την προστασία των συνόρων της Ενωσης, όπως και αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες λόγω της γειτνίασης με την Τουρκία.
Με αυτά τα δεδομένα, και καθώς η Ευρώπη οφείλει να παρουσιαστεί πιο ισχυρή, πιο ενωμένη και πιο δημοκρατική, η Ελλάδα έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιδιώξει έναν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Και τούτο όχι μόνο σε θέματα που είναι προφανή, όπως η άμυνα και η ευρωπαϊκή ασφάλεια. Μέσα από τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας η χώρα έχει επίσης αποκτήσει σημαντική «τεχνογνωσία» σε κρίσιμους τομείς πολιτικής, όπως η καταπολέμηση του λαϊκισμού και του νεοναζισμού, φιλοδοξεί δε να πρωτοπορήσει σε άλλους τομείς όπως η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας και ενέργειας, της έξυπνης γεωργίας και αλλού. Γιατί, λοιπόν, να μην αρχίσει να σκέφτεται, όχι πλέον τι μπορεί να κάνει η Ενωση γι’ αυτήν, αλλά τι μπορεί να κάνει η ίδια για την Ενωση, αναδεικνυόμενη έτσι σε καλό και χρήσιμο εταίρο;
Η πανδημία του κορωνοϊού ήταν η άλλη μεγάλη δοκιμασία της χρονιάς που φεύγει. Οταν ξέσπασε το πρώτο κύμα, η Ελλάδα απέσπασε πολλά εύσημα για την επιτυχημένη διαχείριση της κρίσης. Το δεύτερο κύμα που ακολούθησε μετά το καλοκαίρι ήταν καταστροφικό, αφού η χώρα ήδη θρηνεί πάνω από 4.000 νεκρούς. Ακόμη κι έτσι, όμως, λίγες χώρες στην Ενωση (κυρίως σκανδιναβικές) τα έχουν καταφέρει συνολικά καλύτερα από τη δική μας.
Αλλά η πανδημία, ειδικά στην πρώτη φάση της που κράτησε από τον Φεβρουάριο μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού που πέρασε, είχε και ένα σημαντικό παράπλευρο θετικό αποτέλεσμα, δηλαδή τη σπάνια, ίσως και μοναδική στην πολιτική μας ιστορία, σύμπτωση όλων εκείνων των παραγόντων που χαρακτηρίζουν μια ώριμη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εκτός από την κυβέρνηση, η οποία έδρασε αποτελεσματικά, η αντιπολίτευση, έστω και στιγμιαία, επίσης στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων επιλέγοντας να είναι χρήσιμη, ενώ και οι υπόλοιποι θεσμοί της πολιτείας, όπως η Προεδρία της Δημοκρατίας, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση ξανακέρδισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών που τα προηγούμενα χρόνια είχε χαθεί. Το ίδιο το κράτος λειτούργησε στο σύνολό του αποτελεσματικά, ενισχυμένο από την αυξανόμενη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του και την εισαγωγή τεχνολογιών, όπως αυτές που χρησιμοποιεί η Πολιτική Προστασία. Επιπλέον, η πολιτική τάξη προτίμησε αυτή τη φορά να ακούσει τους ειδικούς αντί να δράσει με βάση το δικό της ένστικτο και πολιτικό συμφέρον. Ανθρωποι που συνήθως αποκαλούμε «τεχνοκράτες» κλήθηκαν να καθοδηγήσουν την κυβέρνηση σε σημαντικές πολιτικές αποφάσεις. Τέλος, η ελληνική κοινωνία έδωσε δείγματα αλληλεγγύης και εθελοντισμού που συχνά εξέπληξαν.
Η τρίτη σημαντική εξέλιξη του 2020 ήταν η ψηφιοποίηση του κράτους που, όταν ολοκληρωθεί, θα μας απαλλάξει σε μεγάλο βαθμό από τον βραχνά των πελατειακών σχέσεων και την εκτεταμένη μικροδιαφθορά. Ηδη από την ίδρυσή του, το ελληνικό κράτος ήταν, και παρέμεινε, πολιτικοποιημένο και πελατειακό. Ετσι, κάθε κόμμα που έρχεται στην εξουσία έχει την τάση να διαχειρίζεται τους κρατικούς πόρους σαν «δικό του» εμπόρευμα, το οποίο μπορεί να διαθέτει για την εξυπηρέτηση των «δικών του» ψηφοφόρων με αντάλλαγμα την ψήφο τους. Βασικό στοιχείο στο πελατειακό αλισβερίσι είναι ο προσωπικός και κομματικός χαρακτήρας των συναλλαγών ανάμεσα στους εκπροσώπους του κράτους και τους πολίτες.
Αναμφίβολα, από τη δεκαετία του ’90 η διαδικασία προσλήψεων έχει βελτιωθεί πολύ, ενώ η πιο πρόσφατη οικονομική κρίση έβαλε φρένο στις συνεχείς αυξήσεις του τακτικού και έκτακτου προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αλλά, το πελατειακό κράτος παρέμεινε ισχυρό, όπως παρέμειναν σε ισχύ οι πολλές παθογένειές του – ανάμεσα σε άλλα πολλά, το «λάδωμα», το χαλασμένο φαξ, το περίφημο «γρηγορόσημο» που κατέβαλαν πολλοί που δεν ήθελαν να ταλαιπωρηθούν στις εφορίες και σε άλλες υπηρεσίες.
Ολα αυτά αλλάζουν ξαφνικά με την ψηφιοποίηση του κράτους, ακριβώς διότι η σχέση του πολίτη με την εφορία, την πολεοδομία και όλες τις άλλες κρατικές υπηρεσίες είναι πλέον ηλεκτρονική και, συνεπώς, απρόσωπη και ακομμάτιστη. Οι απρόσωπες συναλλαγές δυσχεραίνουν το λάδωμα και καταργούν το γρηγορόσημο, το μαρτύριο του φαξ ήδη αποτελεί παρελθόν, ενώ η πολιτική τοποθέτηση καθενός είναι αδιάφορη. Φυσικά, μορφές πελατειακών σχέσεων θα συνεχίσουν να συντηρούνται, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες. Ομως, αυτές οι σχέσεις είναι πιθανόν να αποτελούν τις εξαιρέσεις παρά τον γενικό κανόνα. Ο καιρός θα δείξει. Προς το παρόν, ας αποχαιρετήσουμε την αλλόκοτη χρονιά που φεύγει. Καλές Γιορτές!
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και συγγραφέας. Διατηρεί το ιστολόγιο www.pappaspopulism.com.