Στις 6 Ιανουαρίου το Κογκρέσο καταλήφθηκε από έναν φασίζοντα όχλο, οδηγημένο από τον χειρότερο πρόεδρο της Ιστορίας. Ηταν η έσχατη ντροπή της αμερικανικής Δημοκρατίας, κι ένα σημείο καμπής.
Οι ΗΠΑ ζουν το τέλος ενός μακρού ιστορικού κύκλου απομάκρυνσης του κράτους, μετά το New Deal του ’30 και τη «Μεγάλη Κοινωνία» του Lyndon Johnson του ’60, που οικοδόμησαν δημόσιους θεσμούς. (Ο υψηλότερος συντελεστής φόρου το ’60 ήταν 90%). Η ιδεολογική μεταστροφή ξεκίνησε μετά το ’70, με αίτημα τη μείωση φόρων και παρεμβατισμού, και κυριάρχησε το 1980. Ο Ρέιγκαν πέτυχε δραστική μείωση των φόρων, απελευθέρωση της οικονομίας, περικοπή κοινωνικών προγραμμάτων. Αφησε πίσω κι ένα μεγάλο δημόσιο χρέος, που μειώθηκε από τον Κλίντον (1992-2000). Σε αντιστάθμισμα, η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση δημιουργούσε μια φούσκα ιδιωτικού χρέους, που διογκώθηκε στην περίοδο Μπους για να σκάσει το 2008. Τα εισοδήματα μεσαίων και φτωχότερων στρωμάτων είχαν ήδη σταματήσει να αναπτύσσονται δυναμικά. Η ευημερία τους ήταν κατανάλωση που χρηματοδοτείτο με δανεισμό.
Το 2008 χρεοκόπησε πλήθος μεσαίων και φτωχότερων νοικοκυριών. Ελαχαν στον Ομπάμα οι συνέπειες της κρίσης. Επέλεξε να τη διαχειριστεί μετριοπαθώς, αποφεύγοντας μια τιμωρητική στάση προς τη Γουόλ Στριτ, την οποία χρειαζόταν για την οικονομική ανάκαμψη. Επιδίωξε τη θέσπιση εθνικού συστήματος υγείας. To Obamacare μείωσε τους ανασφάλιστους Αμερικανούς σε 29 εκατομμύρια, από 45. Πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους Ρεπουμπλικανούς, που μεταλλάχθηκαν στο φανατισμένο κόμμα του Tea Party. Τροφοδοτούμενοι από τη (δικαιολογημένη) οργή λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων για τις ευθύνες και την ατιμωρησία της Γουόλ Στριτ, δεν ήταν απλώς ένα αντιφορολογικό κίνημα εναντίον του συστήματος υγείας και των αυξημένων φόρων.
Υιοθετώντας επιθετική ρητορική ακραίου λαϊκισμού, οι Ρεπουμπλικανοί του Tea Party στόχευαν στα μεσαία και λαϊκά στρώματα, και στους συντηρητικούς και χριστιανούς ψηφοφόρους του Νότου και των μεσοδυτικών πολιτειών. Βοηθούσαν οι βαθύτερες μεταβολές κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός είχε κλείσει πλήθος βιομηχανιών, μεταφέροντας την παραγωγή στην Ασία ή στο Μεξικό. Η τεχνολογία και η ρομποτοποίηση δημιουργούσαν νέα κύματα ανέργων. Η «ζώνη της σκουριάς» ήταν μια ενδοχώρα παρακμής και οργής. Στο υπόστρωμα αυτής της θυμωμένης βάσης, το 2016 χτίστηκε κάτι ακόμα πιο αποκρουστικό: η ακραία δημαγωγία του Τραμπ. Στην ανασφάλεια των ψηφοφόρων του απάντησε όχι με κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες επενδύσεις, αλλά με οικονομικό εθνικισμό, μείωση φόρων και εμπρηστική δημαγωγία εναντίον των «ελίτ» και των μεταναστών.
Η θητεία του Τραμπ οικοδομήθηκε στην απόλυτη κατάλυση της διάκρισης αλήθεια-ψέμα. Στη συνεχή ανοχή ή παρακίνηση βίας. Καλώντας τους οπαδούς του να δείρουν μεμονωμένους διαδηλωτές, «να τους βγάλουν σε φορείο», «να τους σπάσουν τα μούτρα». Οικοδομήθηκε στην πλήρη περιφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών, που κορυφώθηκε με την προσχεδιασμένη απόπειρα νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος, όπως καταγράφηκε στην απειλή προς τον αξιωματούχο της Τζόρτζια «βρες μου 11.800 ψήφους». Η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν το σημείο καμπής, η 11η Σεπτεμβρίου του τραμπισμού. Εθεσε τους Ρεπουμπλικανούς αντιμέτωπους με το τέρας που εξέτρεφαν, δείχνοντας ότι η δημαγωγία είναι ένας κατήφορος στο τέλος του οποίου ένα κόμμα κατασπαράζεται από τον όχλο που δημιούργησε.
Ο Μπάιντεν θα θυμίσει στους Αμερικανούς ότι η Δημοκρατία έχει οικονομικό κόστος. Οι χρυσοί επενδυτές της Γουόλ Στριτ και της Σίλικον Βάλεϊ δεν θα είχαν την ίδια επιτυχία εάν σταδιοδρομούσαν σε μια λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα. Εχουν ευθύνη να δώσουν κάτι πίσω, για τα προνόμια που τους έδωσε η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο. Η ασφάλεια και η ευημερία των προνομιούχων συναρτώνται με τη διατήρηση μιας εύρωστης και πλειοψηφικής μεσαίας τάξης. Απαιτούν δημόσιες επενδύσεις, κι ένα ελάχιστο δίχτυ προστασίας στην κοινωνία των εκατομμυρίων ανασφάλιστων.
Κι όμως, η καλή Αμερική προχωρά. Εξελέγη ο πρώτος μαύρος γερουσιαστής στην ιστορία της Τζόρτζια, ιστορικό άντρο της ΚΚΚ, μαζί με έναν Αμερικανοεβραίο, δίνοντας την καλύτερη απάντηση στους ρατσιστές αντισημίτες εισβολείς του Καπιτωλίου. Στις 20 Ιανουαρίου θα ορκιστεί ένας πρόεδρος που εκπροσωπεί τη φωτεινή, σκεπτόμενη, υπεύθυνη πλευρά της Αμερικής. Θα ξαναπιάσει το νήμα από την οκταετία του χαρισματικού Ομπάμα, που έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους να εμπνευστούν και να πιστέψουν στις απεριόριστες θετικές δυνατότητες της Αμερικής.
Οι διευκολυντές του Τραμπ θα αποσυρθούν. Είθε ο ίδιος να παραμείνει μόνιμα υπόλογος στη Δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του. Το Ράιχσταγκ της αμερικανικής Ακροδεξιάς απέτυχε. Η κληρονομιά του τραμπισμού είναι μια τριπλή εκλογική ήττα και πέντε νεκροί στα αποκαΐδια της αξιοπιστίας των ΗΠΑ, πάνω σε ένα βουνό από ψέματα. Προς το παρόν.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.