Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του φιλοτραμπικού όχλου στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου, το Twitter αποφάσισε όχι μόνο να σβήσει τα πρόσφατα εμπρηστικά μηνύματα του Τραμπ αλλά και να μπλοκάρει τον λογαριασμό του. Με την πράξη του αυτή διέκοψε την άμεση επικοινωνία του Τραμπ με τον κόσμο μέσω του Τουίτερ, «φιμώνοντάς» τον. Ηταν σωστό αυτό που έκανε το Twitter; Είχε νομικά το δικαίωμα να το κάνει; Μήπως είναι επικίνδυνο σε μια Δημοκρατία ένα δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης να έχει τόση δύναμη; Μήπως θα έπρεπε να ρυθμιστεί νομοθετικά, να κρατικοποιηθεί, ή ακόμα και να καταργηθεί; Και γιατί οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν κάνει κάτι;
Η απόφαση του Twitter κουβεντιάστηκε και θα κουβεντιάζεται ακόμα για πολλά χρόνια. Αυτοί που διαφωνούν με την απόφαση του Τουίτερ διαμαρτύρονται για το θράσος μιας εταιρείας να φιμώνει έναν πολιτικό, και μάλιστα τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ. Αλλά και ανάμεσα σε αυτούς που συμφωνούν, κάποιοι διαμαρτύρονται επειδή το Twitter καθυστέρησε τόσο καιρό να πάρει μια τέτοια απόφαση. Είναι τουλάχιστον δύο τα ερωτήματα που τίθενται. Το πρώτο είναι αν θα έπρεπε το Twitter τη συγκεκριμένη στιγμή να σταματήσει τα μηνύματα του Τραμπ. Ο όχλος ήθελε να διατηρήσει τον Τραμπ ως πρόεδρο γιατί πίστευε ότι είχε κερδίσει τις εκλογές. Αν κατάφερνε να μπλοκάρει τις εκατοντάδες γερουσιαστές και αντιπροσώπους μέσα στο Καπιτώλιο, θα απαιτούσε να μην προχωρήσει η διαδικασία της επαλήθευσης νέου προέδρου μέχρι να απορριφθούν οι ψήφοι που έδιναν την προεδρία στον νικητή των εκλογών Μπάιντεν. Εκείνη τη στιγμή το διακύβευμα ήταν η ίδια η Δημοκρατία. Οι επιτιθέμενοι δεν είχαν βαθιά οργανωτική δομή. Υπάκουαν μόνο στις εντολές του αρχηγού τους που τους είχε καλέσει να έρθουν στην πρωτεύουσα από όλη την Αμερική και μετά να επιτεθούν στους εκλεγμένους αντιπροσώπους, ακόμα και στον αντιπρόεδρο Πενς.
Για εμένα και το 61% των Αμερικανών δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Twitter καλώς έκαμε, γιατί με την πράξη του υπερασπίστηκε το αποτέλεσμα των εκλογών και τη Δημοκρατία. Για το 39% των Αμερικανών ισχύει το αντίθετο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η έκπληξη για πολλούς ήταν ότι το Twitter δεν παρανόμησε. Πολλοί θεωρούσαν ότι το Σύνταγμα απαγορεύει κάτι τέτοιο, αλλά το Σύνταγμα απαγορεύει «στην κυβέρνηση» να φιμώνει τον λαό και τον Τύπο. Δεν δεσμεύει τις ιδιωτικές εταιρείες να τιμωρούν όποιον, κατά τη γνώμη τους, παραβαίνει τους όρους χρήσης των εφαρμογών τους.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν θα έπρεπε να έχει τη δύναμη μια ιδιωτική εταιρεία να «φιμώνει» όποιον θέλει, χωρίς δικαστική απόφαση ή νομοθετικό πλαίσιο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, παρότι ανακουφισμένοι από τη συγκεκριμένη πράξη, διαμηνύουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς απαράδεκτο αν είχε συμβεί σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Ανησυχούν για την τεράστια δύναμη που έχει μία (και όχι μόνο μία) αμερικανική εταιρεία στα πολιτικά δρώμενα της Ευρώπης. Θα ήθελαν να φτιαχτεί νομοθεσία που να περιορίζει τη δύναμη ξένων εταιρειών. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να ρυθμιστούν το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως έγινε στο παρελθόν με τις αερομεταφορές, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες; Κάτι τέτοιο δεν είναι παράλογο, αλλά δεν έχει εύκολη λύση.
Είναι σαφές ότι το δεύτερο ερώτημα είναι πολύ πιο δύσκολο να απαντηθεί, και για πολλούς λόγους. Αν δώσουμε το δικαίωμα σε κάποια κρατική εξουσία να μας πει τι πρέπει να πιστεύουμε, δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για Δημοκρατία. Οι ηγέτες των χωρών που χαίρονται με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου δεν είναι ηγέτες Δημοκρατιών. Ο λόγος που δεν έχει υπάρξει νομοθετική ρύθμιση μέχρι τώρα δεν είναι επειδή οι νομοθέτες δεν έχουν προσπαθήσει. Δεκάδες είναι αυτοί που έχουν, αλλά ακόμα και όταν έχουν αποφασίσει κάποια ρύθμιση, η τεχνολογία έχει προχωρήσει εν τω μεταξύ τόσο πολύ που η ρύθμιση είναι λαθεμένη ή μη εφαρμόσιμη.
Πρέπει να ξεκινήσουμε μια ευρύτατη προσπάθεια εντός και εκτός Κοινοβουλίων, γιατί θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η τεχνολογία δεν είναι απλώς ένας κάθετος βιομηχανικός τομέας όπως τον βλέπουν οι αγορές. Τεχνολογία δεν είναι μόνο τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο. Είναι σχεδόν τα πάντα γύρω μας.
Από την εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι αποκτήσαμε την τεχνολογία του ελέγχου της φωτιάς, η τεχνολογία είναι ένα αδιαχώριστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Είναι μέρος του εγκεφάλου μας και της σκέψης μας. Και όπως έχουμε δει αμέτρητες φορές στην Ιστορία, είναι πολύ δύσκολο να νομοθετήσουμε και να οριοθετήσουμε την εξελισσόμενη ανθρώπινη φύση χωρίς συνεχείς αλλαγές. Με την ταχύτητα που εξελίσσεται η τεχνολογία σήμερα, οι αλλαγές πρέπει να είναι το ίδιο συχνές και σοφές με γνώμονα το καλό όλης της ανθρωπότητας.
* Ο κ. Παναγιώτης (Τάκης) Μεταξάς είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Η/Υ στο Wellesley College των ΗΠΑ. Η ιστοσελίδα του είναι: http://bit.ly/pmetaxas.