Οσο συνεχίζονται οι υπεύθυνες, επώνυμες καταγγελίες για κάθε λογής σεξουαλική παρενόχληση και πρόστυχη κατάχρηση εξουσίας στον καλλιτεχνικό, στον αθλητικό και στον ακαδημαϊκό χώρο, πιστοποιείται αδιάσειστα ότι δεν είναι παρά προϊόντα κακοήθειας οι διακινούμενοι ισχυρισμοί πως όλα αυτά είναι διασπορά ψευδών ειδήσεων από φθονερούς ή φιλέκδικους αποτυχημένους, άνδρες και γυναίκες. Και όσο συνεχίζονται οι μικρόψυχες και ανόητες δηλώσεις ποικίλων «αρσενικών παλαιάς κοπής», για τα θύματα που «έπρεπε να προσέχουν, να μην πηγαίνουν στο γραφείο του τάδε ή στη σχολή του δείνα, να μην ντύνονται προκλητικά, να ρίχνουν δυο κατραπακιές στον ενοχλητικό και να φεύγουν» κ.λπ., κατανοούν και οι τελευταίοι δύσπιστοι πόσο δύσκολο παραμένει για τα θύματα να πείσουν ότι δεν «πήγαιναν γυρεύοντας».
Νοοτροπία αιώνων, ένα παγιωμένο καθεστώς αντιλήψεων και συναισθημάτων, δεν ανατρέπεται εύκολα. Για πολλούς, και φυσικά όχι μόνο στην Ελλάδα, το έγκλημα που συνιστά η προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας παραγράφεται άμα τη γενέσει του, αν δεν θεωρείται αξιοζήλευτος άθλος. Ο νομοθέτης πρέπει οπωσδήποτε να διευρύνει σημαντικά το χρονικό διάστημα που ισχύει ως προαπαιτούμενο της παραγραφής, έστω κι αν δεν αρκεί αυτό για να καμφθούν οι πατροπαράδοτες εκτιμήσεις για τα εγκλήματα του εξουσιαστικού σεξισμού. Γιατί συνειδητοποιήσαμε και από τις νέες δηλώσεις της Σοφίας Μπεκατώρου, πρωταθλήτριας της γενναιότητας, ότι και είκοσι χρόνια αν περάσουν, η δημοσιοποίηση του βιασμού προκαλεί εφιάλτες. Και τους προκαλεί στον ίδιο τον καταγγέλλοντα ή την καταγγέλλουσα, όχι στον καταγγελλόμενο. Αυτός κινητοποιεί τις πολιτικές ή μιντιακές γνωριμίες του για να πετύχει την ποθούμενη συγκάλυψη ή αποσιώπηση. Και πανηγυρίζει την παραγραφή σαν αθώωση, θαρρείς και τα γραφειοκρατικά κενά διαγράφουν την απαξία της βάναυσης δράσης του.
Είναι αρκετοί τούτες τις μέρες οι εξουσιούχοι κάθε βαθμίδας που μιμούνται τον Απόστολο Πέτρο. Μ’ ένα κυνικό «ουκ οίδα τον άνθρωπον», αποκηρύσσουν τους εκλεκτούς τους. Αρνούνται ακόμα και ότι τους γνώριζαν, και ας υπάρχει πλήθος ντοκουμέντα της «συνάφειάς» τους. Αρκετοί επίσης δηλώνουν τώρα, επωνύμως, ότι «τα ήξεραν όλ’ αυτά, ήταν κοινό μυστικό». Και το δηλώνουν ανέμελα ή και με έπαρση. Χωρίς συναίσθηση της ευθύνης που αντιστοιχεί στη βολική πολύχρονη σιωπή τους. Γιατί η σιωπή αυτή, και χρυσός να μην ήταν για τους δράστες, ήταν χαλκός: τους πρόσφερε μια γερή χάλκινη ασπίδα, να καλύπτουν την ανηθικότητα και την ανομία τους.