Νωρίς είν’ ακόμα. Τα πρώτα σημάδια πάντως δείχνουν ότι ούτε η εμβληματική επέτειος των δύο αιώνων από την Επανάσταση δεν θα μικρύνει την απόσταση που χωρίζει την ιστορία των ιστοριογράφων από την ιστορία που διδασκόμαστε στα σχολικά θρανία αλλά και στα στασίδια των εκκλησιών, στις καρέκλες των πανηγυρικών, στους καναπέδες της τηλεοπτικής μετεκπαίδευσης και βέβαια όρθιοι, σε στάση προσοχής, στα στρατόπεδα. Δεν έχουν φυσικά όλοι οι ιστορικοί την ίδια άποψη για κάθε πτυχή του Αγώνα, σε αρκετά όμως συμφωνούν από καιρό.
Συμφωνούν λ.χ. ότι οι εθνικοί θρύλοι, όσο ωφέλιμοι κι αν θεωρήθηκαν παλαιότερα, μόνο βαρίδια καταποντισμού της γνώσης είναι πια. Ή ότι η Επανάσταση δεν κηρύχτηκε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου, και μάλιστα με τον τελετουργικό τρόπο που φαντάστηκαν και σταδιακά επέβαλαν η ζωγραφική και η ποίηση (περίπου όπως συνέβη και με το Κρυφό Σχολειό), βασισμένες στις περιγραφές που επινόησε η φαντασία του Πουκεβίλ. «Στην Αγία Λαύρα δεν βρισκόταν κανείς στις 25 Μαρτίου», διαβάζουμε στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών. Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει τίποτε σχετικό στα Απομνημονεύματά του.
Θα συνεχίσουμε λοιπόν και μετά τη φετινή επέτειο να ερίζουμε για το δικό μας ομηρικό ζήτημα. Για το ποια είναι η χρονική και γεωγραφική γενέτειρα της Επανάστασης. Ποια από τις αρκετές που έχουν προταθεί συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, βάσει στοιχείων όμως και όχι βάσει ανομολόγητων επιθυμιών. Οι εξεγέρσεις μολαταύτα δεν ξεσπούν βασισμένες σε κάποιο αυστηρό σενάριο. Δεν είναι κινηματογράφος, Ιστορία είναι. Οσο μελετημένη κι αν ήταν η προεργασία της Φιλικής Εταιρείας, κανένα μέλος της δεν πίστευε ότι μπορεί να υπαγορεύσει στην Ιστορία τον βηματισμό της. Κανένας επίσης, Φιλικός και μη, δεν θα σκέφτηκε πως το θαυμαστό που μόλις γεννιόταν ήταν αυστηρώς προσωπική του υπόθεση, με σκοπό τη δόξα, τη δική του πρώτα κι ύστερα της πατρίδας.
Μάλλον λοιπόν θα κουνούσαν όλοι με θλίψη το κεφάλι, αν μάθαιναν πως η αυτοβιογραφία του προσώπου που ανέλαβε να οργανώσει την εμβληματική επέτειο πρωτοκυκλοφόρησε στο Οστιν του Τέξας, το 2013, με τον σεμνότητας σημαντικό υπότιτλο «Life, love, and one woman’s Olympic effort to bring glory to her country». Πρωτοπρόσωπος ο τίτλος, «My Greek drama», αποδόθηκε ακαριαία στα ελληνικά με το μονολεκτικό «Γιάννα» (εκδόσεις Λιβάνη). Εμπορικώς λογικό και ωφέλιμο. Εξίσου ωφέλιμη υπήρξε η παράλειψη του αγγλικού υποτίτλου. Οι πιθανοί αγοραστές, ενοχλούμενοι από τον δοξοκομιστικό αυτοέπαινο, από το «Hellas c’est moi» στο οποίο θα μεταφραζόταν «η προσπάθεια μιας γυναίκας να φέρει δόξα στην πατρίδα της», θα απέστρεφαν το βλέμμα τους από το βιβλίον τούτο, ψιθυρίζοντας ίσως μελωδικά «όλη η γκλόρυ, όλη η χάρη». Θα έχαναν έτσι την ευκαιρία να πληροφορηθούν, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία, πως η κ. Γιάννα Αγγελοπούλου, «προδομένη», «βρέθηκε αιφνιδίως σε καλή παρέα με τον Σωκράτη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Φειδία, τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον Αλκιβιάδη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αμέτρητους άλλους», που «είχαν προδοθεί, είχαν εξοστρακιστεί, είχαν παραμεριστεί, είχαν αναθεματιστεί, ή τους είχε δοθεί ακόμη και το κώνειο». Θα έχαναν δηλαδή την ευκαιρία να καταλάβουν γιατί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να της αναθέσει τη νέα «εθνική προσπάθεια», τον εορτασμό της επετείου και την αναβάθμιση του ελληνικού μπραντ νέιμ: για να ανταμείψει έναν άνθρωπο αδικημένο και προδομένο.
Ας επιστρέψουμε όμως στα της γεννήσεώς μας. Δύο μέρες πριν από τη θρυλούμενη ιεροπραξία της Αγίας Λαύρας, στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην Καλαμάτα και την κατέλαβαν. Στην κεφαλή τους ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χωρίς καμία καθυστέρηση, η Επανάσταση διεκδικεί διεθνή φωνή και υπόσταση. Την ίδια κιόλας μέρα ο Πετρόμπεης, ως «αρχιστράτηγος του σπαρτιατικού και του μεσσηνιακού στρατού», εκδίδει προκήρυξη με τον τίτλο «Προειδοποίησις εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς, εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών στρατευμάτων και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου»: «Αι χείρες ημών αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη και υψώθησαν μεγαλοψύχως και έλαβον τα όπλα προς μηδενισμόν της βδελυράς τυραννίας. […] Η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον βαρύτατον ζυγόν, τον απετίναξεν, και άλλο δεν φρονεί, ειμή την ελευθερίαν. […] Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε, απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας, και διά χρημάτων, και διά όπλων, και διά συμβουλής». Διεκδίκηση της οφειλόμενης ανταπόδοσης.
Δύο μήνες αργότερα, στις 25 Μαΐου, η Μεσσηνιακή Σύγκλητος και ο Πετρόμπεης απευθύνουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα «Προκήρυξη» προς τους «Ανδρες της Αμερικανικής Συμπολιτείας». «Ημείς», λένε, «σας νομίζομεν πλησιεστέρους παρά τα γειτονεύοντα με ημάς έθνη, και σας έχομεν φίλους και συμπολίτας και αδελφούς, διότι είσθε δίκαιοι, φιλάνθρωποι και γενναίοι». Ποιο τεκμήριο δικαιοσύνης επικαλούνται; «Ελευθέρως και ευτυχώς ζώντες επιθυμείτε να μετέχωσιν όλοι οι άνθρωποι από τα αυτά αγαθά, και να απολαύωσιν όσα δικαιώματα η φύσις εις όλους εξίσου εμοίρασεν. Εσείς πρώτοι εκηρύξατε τα δικαιώματα ταύτα, και πάλιν πρώτοι εσείς τα εσεβάσθητε, αποδίδοντες εις τους αποκτηνωμένους Αφρικανούς ανθρώπινον αξίωμα».
Αν οι συντάκτες της προκήρυξης μπορούσαν να ρωτήσουν τον Αδαμάντιο Κοραή, ίσως τους έλεγε ότι, τουλάχιστον στο επίπεδο του στοχασμού, εκείνος που πρώτος κήρυξε την ελευθερία και την ισότητα των ανθρώπων βασιζόμενος στο φυσικό δίκαιο, και μάλιστα στον «Μεσσηνιακό λόγο» του, ήταν ο Αλκιδάμας, σοφιστής του 4ου αιώνα π.Χ. από τη μικρασιατική Ελαία. Ο ίδιος ο Κοραής, από κοινού με άλλους Ελληνες λογίους της Δύσης, αναζητώντας συμμάχους και βοήθεια, είχε προσφύγει με επιστολή του στον Ιωάννη Βόγιερ, κυβερνήτη του Χαϊτίου, δηλαδή τον Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ της βασανισμένης από τον γαλλικό ζυγό Αϊτής. Με τη συγκινητική απαντητική επιστολή του ηγέτη της, στις 12 Ιανουαρίου 1822, που είχε τον τίτλο «Ελευθερία… Ισότης», η φτωχή Αϊτή της Καραϊβικής, που το 1804 είχε καταστεί το πρώτο ανεξάρτητο κράτος μαύρων στον Νέο Κόσμο, γίνεται η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει την Επανάσταση και την ανεξάρτητη Ελλάδα.
Της το οφείλουμε. Εσαεί. Και καμιά σημασία δεν έχει το ότι δεν έφτασε ποτέ εδώ το καράβι με τους λιγοστούς εθελοντές και τους 45 τόνους καφέ που μας έστειλε. Οφείλουμε την ανταπόδοση. Ουδείς λόγος να παρακαλούμε τον Πούτιν, τον Μπάιντεν, τον Μακρόν, τον Κάρολο να έρθουν για να τιμήσουν και να τιμηθούν από την 25η Μαρτίου. Ας επιλεγεί ως τιμώμενη χώρα η Αϊτή, η πρόταση έχει ήδη κατατεθεί. Κι ας στείλουμε κι εμείς ένα καράβι συνδρομής, συμβολικά, με δικά μας αγαθά, ελιές και λάδι. Και χειρουργικές μάσκες ίσως. Γιατί η Αϊτή, ταλανισμένη επί δεκαετίες από εμφυλίους, τυραννικά καθεστώτα και ξένες επεμβάσεις, παραμένει ενδεής.