Στο προηγούμενο άρθρο μου σε αυτήν τη στήλη κατέληγα λέγοντας ότι, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η δημιουργία ενός ισχυρού κόμματος της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα είναι μάλλον ανέφικτη. Για να δικαιολογήσω αυτήν τη γνώμη, εξηγούσα ότι υπάρχουν τρεις διακριτές πολιτικές κουλτούρες, κάθε μία με το δικό της ακροατήριο. Πρώτα, μια αντιδραστική προς τις μεταρρυθμίσεις κουλτούρα που χαρακτηρίζει έντονα την άκρα Αριστερά (όπως βέβαια και την άκρα Δεξιά, που όμως ασκεί στην κοινωνία συγκριτικά χαμηλότερη γοητεία). Κατόπιν μια, ας την πούμε κεντρώα, κουλτούρα που αντιστοιχεί σε ένα αριθμητικά μεγαλύτερο και πολιτικά μετριοπαθές κοινό που αντιλαμβάνεται την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Και, τέλος, μια τρίτη συντηρητική κουλτούρα που βρίσκεται διάχυτη σε ευρέα κοινωνικά στρώματα με έντονες θρησκευτικές και εθνικιστικές ευαισθησίες. Προφανώς, λοιπόν, για να συσταθεί ένα ισχυρό κεντροαριστερό κόμμα, αυτό θα πρέπει πρώτα να κερδίσει το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών της κεντρώας κουλτούρας καθώς επίσης να προσελκύσει ικανό μέρος από μια ακόμη κουλτούρα. Εδώ βρίσκεται η δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Διότι η Κεντροαριστερά χρειάζεται αφενός μεν να ξεχωρίσει τη θέση της από την άκρα Αριστερά ενώ, αφετέρου, θα πρέπει να έλξει οπαδούς της θρησκευόμενης και εθνικιστικής κουλτούρας που βρίσκονται διάσπαρτοι στον πολιτικό χώρο.
Ωστόσο, το να λέμε ότι η δημιουργία ενός ισχυρού κεντροαριστερού κόμματος δεν μοιάζει εφικτή στις υπάρχουσες συνθήκες, καθόλου δεν μας εμποδίζει να σκεφτούμε κάτω από ποιες άλλες συνθήκες θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτός ο στόχος.
Ας ξεκινήσουμε από την ηγεσία. Ο χώρος της Κεντροαριστεράς δοκίμασε στο παρελθόν δύο βασικά μοντέλα ηγεσίας στην εξουσία. Το πρώτο ήταν εκείνο του πρώιμου Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος απέρριψε ξεκάθαρα την προοπτική της σοσιαλδημοκρατίας χάριν ενός ριζοσπαστικού λαϊκισμού. Ετσι κατόρθωσε να σαγηνεύσει το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς, αναμοχλεύοντας το εθνικιστικό αίσθημα της κοινωνίας και καθησυχάζοντας την Εκκλησία. Το δεύτερο, εντελώς αντίθετο, μοντέλο ηγεσίας ήταν του Κώστα Σημίτη, ο οποίος, σχεδόν αταλάντευτα, ακολούθησε μια γνήσια κεντροαριστερή πορεία με στόχο τις τεχνοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό το μοντέλο ηγεσίας βρήκε μεγάλη αποδοχή ανάμεσα στους οπαδούς της κεντρώας κουλτούρας. Αποξένωσε όμως μεγάλο τμήμα της αντιδραστικής Αριστεράς και επίσης οδήγησε σε ρήξη με τους οπαδούς της εθνικιστικής (Ιμια) και θρησκευτικής (αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες) κουλτούρας. Εδώ βρίσκεται ένα πρώτο μάθημα για τον μελλοντικό μη λαϊκιστή ηγέτη της Κεντροαριστεράς: Η εκλογική εξάρτηση από μία μόνο κουλτούρα δεν αρκεί από μόνη της για τη δημιουργία ενός ισχυρού κόμματος της Κεντροαριστεράς.
Ας πούμε ότι έχουμε τον κομματικό ηγέτη. Τι θα πρέπει να κάνει για να ισχυροποιήσει το κόμμα της Κεντροαριστεράς; Εδώ η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: Θα πρέπει να μιμηθεί τη στρατηγική της Κεντροδεξιάς! Αν παρακολουθήσουμε την πορεία της Ν.Δ. από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, θα δούμε ότι πρόκειται για μια διαρκή και αρκετά επίπονη προσπάθεια διείσδυσης προς το (πολιτικό και ιδεολογικό) κέντρο, αντί της παραμονής στα δεξιά στασίδια. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες.
Ο πρώτος είναι ο σταθερά φιλοευρωπαϊκός της προσανατολισμός, που αποτέλεσε και τον βασικό μπούσουλα εξωτερικής πολιτικής για την ίδια αλλά και για τη χώρα. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επίσης σταθερή της άρνηση να συνεργαστεί επίσημα με οποιοδήποτε κομματικό μόρφωμα της Ακροδεξιάς, από την Εθνική Παράταξη της πρώιμης μεταπολίτευσης μέχρι τα πιο πρόσφατα πολιτικά μορφώματα των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής. Ως πολυσυλλεκτικό και ευρύχωρο κόμμα, η Ν.Δ. απλώς περίμενε τον καιρό που αυτά τα κόμματα θα έσβηναν από μόνα τους – όπως και συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις. Προκύπτει, έτσι, ένα δεύτερο μάθημα για την Κεντροαριστερά. Οπως η σύγχρονη Κεντροδεξιά κατάφερε να μην είναι όμηρος της αντιδημοκρατικής Ακροδεξιάς, έτσι και αυτή έχει κάθε λόγο να αποκόψει οριστικά τους δεσμούς της με την Ακροαριστερά και, απαλλαγμένη από τέτοια βαρίδια, να κινηθεί αποφασιστικά προς το κέντρο.
Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η Κεντροαριστερά βρίσκει την κατάλληλη ηγεσία και ότι αυτή η ηγεσία κάνει τον σωστό στρατηγικό σχεδιασμό, χρειάζεται επιπλέον ένα ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα που θα πείσει τους ψηφοφόρους να εμπιστευτούν το νέο κόμμα. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η μελλοντική Κεντροαριστερά θα είναι πραγματικά προοδευτική αντί για πρακτικά αντιδραστική, όπως είναι στην ουσία τα κόμματα που σήμερα προσπαθούν ανεπιτυχώς να την εκπροσωπήσουν. Διότι, τι εμπόδιζε μέχρι τώρα αυτά τα κόμματα να προτείνουν ένα σχέδιο ψηφιακού μετασχηματισμού του Δημοσίου; Και τι τα εμποδίζει σήμερα να καταθέσουν στον δημόσιο διάλογο βελτιωμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας, της παιδείας, του ασφαλιστικού; Φτάνουμε, έτσι, στο τρίτο μάθημα για την Κεντροαριστερά. Οσο αυτή παρουσιάζεται χωρίς ρεαλιστικό μεταρρυθμιστικό πολιτικό πρόγραμμα, κύριος φορέας των μεταρρυθμίσεων θα αναδεικνύεται μοιραία η Κεντροδεξιά, ακόμη και σε τομείς (όπως η πράσινη ανάπτυξη) που, τουλάχιστον θεωρητικά, δεν της ανήκουν.
Οι τρεις παραπάνω συνθήκες είναι απολύτως αναγκαίες για τη δημιουργία ενός ισχυρού κόμματος που θα καταλάβει τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Αλλά δεν είναι επαρκείς. Με παράδοξο ίσως τρόπο, εκείνο που επίσης χρειάζεται είναι μια προγραμματική συμφωνία μεταξύ αυτού του κόμματος και της κυβέρνησης, στη βάση της οποίας η κυβέρνηση θα υιοθετούσε δικές του μεταρρυθμιστικές προτάσεις με άμεσο αντάλλαγμα τη μετριοπαθή αντιπολίτευση και τελικό κοινό στόχο την περιθωριοποίηση του πολιτικού εξτρεμισμού. Υπάρχει το εξής προηγούμενο: Στα πρώιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν πεισμένος ότι το καλύτερο σύστημα για τη χώρα ήταν ο δικομματισμός γιατί, όπως ο ίδιος έλεγε τότε, κανένα από τα μεγάλα ζητήματα που ταλαιπωρούν τον τόπο δεν έχει πάνω από δύο βασικές λύσεις. Σύμφωνα με μαρτυρίες, καθώς φοβόταν το παλιρροϊκό κύμα του τότε αντισυστημικού ΠΑΣΟΚ, ο Καραμανλής προσπάθησε ενεργά να στηρίξει το πολιτικά μετριοπαθές κόμμα του Κέντρου ώστε αυτό να αποτελέσει τον εναλλακτικό πόλο εξουσίας στη χώρα. Η ηγεσία του Κέντρου, κατώτερη των περιστάσεων, αρνήθηκε τη βοήθεια και, εντέλει, το παραδοσιακό φιλελεύθερο κέντρο εξαφανίστηκε ενώ η χώρα μπήκε στον αστερισμό του λαϊκισμού. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, όμως, η ιδέα ήταν σωστή. Να, λοιπόν, ένα τελευταίο μάθημα, με αρκετούς μάλιστα παραλήπτες. Δεδομένου ότι μια καλή αντιπολίτευση είναι για τη χώρα τόσο σημαντική όσο και μια καλή κυβέρνηση, η τελευταία θα πρέπει να προσφέρει ζωτικό πολιτικό χώρο στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς με τον όρο ότι αυτές θα διευκολύνουν τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη χώρα. Το θέμα πιέζει, ιδίως καθώς οι εκλογές ίσως να μην είναι και πολύ μακριά.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και συγγραφέας.