Η πρόσφατη, πριν από δύο εβδομάδες, χιονόπτωση, μεγάλη σε ένταση και έκταση, ήταν σκληρή δοκιμασία για σημαντικό αριθμό οικογενειών συμπατριωτών μας. Η ίδια αυτή φράση επαναλαμβάνεται σταθερά, από ιδρύσεως του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου, ύστερα από κάθε καταστροφική θεομηνία. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι τέτοιες δοκιμασίες θα μπορούσαν να έχουν πολύ μικρότερες, ίσως ασήμαντες συνέπειες, αν το ελλαδικό κρατίδιο ήταν ένα οργανωμένο με συνέπεια κράτος, δηλαδή, όχι εκουσίως συμβατικό (δάνειο) πολιτειακό μόρφωμα.
Υστερα από κάθε θεομηνία στην Ελλάδα ακολουθεί πάντοτε μια σύντομη περίοδος (ημερών) δημόσιας και ιδιωτικής γκρίνιας. Αυτομεμψία, επειδή «δεν μπορούμε, επιτέλους, να γίνουμε σύγχρονο, οργανωμένο κράτος – να μην περνάνε τα καλώδια ηλεκτροδότησης ανάμεσα από δέντρα, να μην κόβεται η υδροδότηση με την πτώση της θερμοκρασίας» και άλλα ανάλογα. Αυτή τη φορά, το κωμικοτραγικό ήταν ότι, ακόμα και ένας πρώην υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (Δημοσίων Εργων) διαμαρτυρήθηκε που έμεινε χωρίς ηλεκτροδότηση, για δύο εικοσιτετράωρα. Τα πρόσωπα, ακόμα και τα πιο έντιμα, είναι εξίσου ανίσχυρα, απέναντι στη λάθος θεσμική υποδομή, σε ένα εξ υπαρχής λάθος-κράτος (μιμητικό, μεταπρατικό).
Ομως, πραγματικά «δεν μπορούν να κάνουν τίποτα» οι επιμέρους διαχειριστές της εξουσίας; Τι τους εμποδίζει να τολμήσουν (ή να απαιτήσουν) θεσμικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους; Κι αν δεν μπορούν να το κάνουν, τότε γιατί «κατεβαίνουν» στην πολιτική: μόνο για την ηδονή της δημοσιότητας και για συντήρηση της αδράνειας; Είναι πραγματικά θλιβερό, αξιοθρήνητο θέαμα, δύο αιώνες τώρα, η «πολιτική Ελλάδα». Παρηγοριέται ο πολιτικός βίος σπανιότατα με κάποιες εξαιρέσεις ανθρώπων ταλαντούχων, που έχουν μυαλό, κατάρτιση και επιθυμία προσφοράς, προσωπικότητες ικανές να εμπνεύσουν και να συντονίσουν σωτήριες πρωτοβουλίες. Δεν είναι όμως αυτοί που διαμορφώνουν το πολιτικό γίγνεσθαι στο ελλαδικό κρατίδιο. Είναι πάντοτε «οι άλλοι».
«Ποιοι άλλοι»; Γόνοι οικογενειών που εξαργυρώνουν, για πολλές γενεές, τη δημοφιλία κάποιου προγόνου. Τυχάρπαστα προϊόντα καπηλείας του συνδικαλισμού ή των κομματικών νεολαιών. Επιδέξιοι αριστείς των «δημοσίων σχέσεων», μαστόροι του εντυπωσιασμού, των «εύπεπτων» πεποιθήσεων. Το κοινό γνώρισμα όλων αυτών των παραγόνων της καλπάζουσας παρακμής, όταν δεν είναι η τυφλή, μανιακή ιδιοτέλεια, είναι η αυτονόητη βεβαιότητα ότι: το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι, κατά την καραμανλική ρήση: «να γίνουμε επιτέλους κι εμείς Ευρωπαίοι, για να γίνουμε άνθρωποι»!
Γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, γιορτάζουμε την αυτοκτονική προτίμηση (ανίατο ραγιαδισμό) να «ανήκομεν εις την Δύσιν». Διακόσια χρόνια, και ακόμα το ζητούμενο είναι: πώς θα γίνουμε, επιτέλους, «κράτος ευρωπαϊκό». Οχι μια οργανωμένη συμβίωση για την εξυπηρέτηση των δικών μας κοινών αναγκών, αλλά συμβίωση που αντιγράφει – μιμείται – πιθηκίζει τους θεσμούς και τις πρακτικές λαών που μας «γυαλίζουν» και μας κολακεύει η μίμησή τους.
Καυχόμαστε για την Ιστορία μας συναισθηματικά και αόριστα. Αρνούμαστε να διδαχθούμε από την Ιστορία. Πότε ήταν κράτος συγκεντρωτικό ο Ελληνισμός; Ποτέ! Πάντοτε, είτε στην κλασική περίοδο, είτε στη ρωμαϊκή, είτε κάτω από την τουρκική κατοχή επιβίωναν οι «Ελληνίδες πόλεις» ή οι «ελληνικές κοινότητες». Ο τρόπος της πολιτικής, που γέννησαν και γνωρίζουν οι Ελληνες, είναι η κοινωνική αυτοδιαχείριση, η «κοινωνία των σχέσεων», η κοινωνούμενη εξουσία.
Το «ελεύθερο κράτος», απροκάλυπτα μεταπρατικό, με Γερμανούς βασιλιάδες, ασφυκτικά ελεγχόμενη την οικονομία του από τους Αγγλους, με ίνδαλμα «καλλιέργειας» τη γαλλική κουλτούρα, με σχολειά και πανεπιστήμια πιστά αντίγραφα του γερμανικού συστήματος, παραδόθηκε ηδονικά στην πιο ριζική αλλοτρίωση αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας που γνώρισε ποτέ η Ιστορία.
Σήμερα, ανοίγεις τα τηλεοπτικά κανάλια και βεβαιώνεσαι ταχύτατα ότι έχει πια κατορθωθεί (και παγιωθεί) το αδιανόητο: Η γλώσσα, η παράδοση (μεταγγιζόμενη εμπειρία), η ευαισθησία και καλλιέργεια, που γέννησαν τα υψηλότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης μοναδικότητας, έχουν αφεθεί σήμερα στην αποκλειστική διαχείριση ενός πληθυσμού που, στην καλύτερη περίπτωση, λογαριάζει για επίτευγμα καλλιέργειας τη δουλική, ανυποψίαστη υποταγή του στη φανταχτερά συσκευασμένη απανθρωπία του έμπρακτου μηδενισμού.
Κάποτε, υπήρχε ίσως περιθώριο, τουλάχιστον (έστω και μόνο) για κατανόηση. Μπορούσες να πεις: Για να μην κόβεται η ηλεκτροδότηση και η ύδρευση, επί πέντε μερόνυχτα, από μια χιονόπτωση, πρέπει να ελευθερωθεί με συνέπεια η ευθύνη (και η χαρά) της τοπικής αυτοδιαχείρισης. Που προϋποθέτει τη ρεαλιστική προτεραιότητα, θεσμοποιημένη, της μικρής κοινότητας. Φυσικά, με συγκρότηση του κοινοβουλίου από τοπικούς άρχοντες, όχι από κομματικούς χαρτογιακάδες. Επομένως, οικοδόμηση κοινωνίας σχέσεων, όχι να μαντρώνουμε καψούρηδες καταναλωτές σε εισαγόμενες ιδεολογίες. Κι αυτό προϋποθέτει: αρχαία ελληνικά από την Πρώτη Δημοτικού, σαν παιχνίδι, όχι χρηστικό «εφόδιο». Μαζί με τα μαθηματικά ως γλώσσα – πολλή μουσική, ομαδικό παιχνίδι, χορό (δηλαδή σχολείο, όχι φροντιστήριο).
Τότε, θα αρκούσαν, τρία μόνο πανεπιστήμια σε όλη την Ελλάδα, πολύ, μα πολύ υψηλών απαιτήσεων. Τα σημερινά θα μείνουν αυτό που πραγματικά είναι: επαγγελματικές σχολές. Αυτονόητη οπωσδήποτε η απαγόρευση, ριζική, του θρησκευτικού κηρύγματος. Για να υπάρξει «σώμα» Εκκλησίας, στίβος υπαρκτικής γνησιότητας, όχι χρησιμοθηρία συμπεριφοράς.