Η υπόθεση Λιγνάδη πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης, ενώ ακούγονται δύο ακόμα βαριές υποθέσεις βιασμού από τον χώρο του θεάτρου.
Ωστόσο, το ΣΕΗ κατέθεσε δεκάδες καταγγελίες στις αρμόδιες υπηρεσίες. Και όμως, μόνο μία ή δύο έχουν αξιολογηθεί ως ποινικά κολάσιμες. Η γενική αίσθηση είναι ότι πολλές δεν είναι καν άξιες λόγου (π.χ. «μου μίλησε προσβλητικά σε πρόβα πριν από πέντε χρόνια»). Δεν θα έπρεπε να φιλτράρουν καλύτερα τις καταγγελίες προτού τις καταθέσουν;
Το ρωτώ αυτό διότι η φυσική συνέπεια αυτής της τακτικής είναι να αποδυναμώνονται κοινωνικά οι σοβαρές καταγγελίες: όταν ο βιασμός, η κακοποίηση εξισώνονται με μια προσβολή πάνω στη δουλειά, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν για όλους μας.
Αυτή η εβδομάδα ξεκίνησε με την παραίτηση-απομάκρυνση του Στάθη Λιβαθινού από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του Σάκη Ιωαννίδη στην «Κ», οι πληροφορίες από το Εθνικό Θέατρο λένε πως η αιτία που οδήγησε τις δύο πλευρές στη ρήξη είναι καταγγελίες σπουδαστών της δραματικής σχολής για «αυταρχική συμπεριφορά, μειωτικά και ομοφοβικά σχόλια και διακρίσεις» εκ μέρους του κ. Λιβαθινού. Μάλιστα, «μερίδα σπουδαστών διεμήνυσε στη διοίκηση της σχολής ότι δεν επιθυμεί να συνεργαστεί μαζί με τον σκηνοθέτη».
Ενδιαφέρουσα πτυχή: οι σπουδαστές αποφασίζουν, όχι η διοίκηση. Αυτό μου φέρνει στον νου επίδοξες… αυτοδιαχειριζόμενες σχολές θεάτρου, στα πρότυπα των εναλλακτικών πάρκων των Εξαρχείων.
Ενδεικτική αυτής της στάσης είναι και η δημόσια δήλωση του συλλόγου των σπουδαστών της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου στήριξης στον Δημήτρη Κουφοντίνα. Μάλιστα… Προσβλητικός και μειωτικός ο Λιβαθινός, αλλά όχι κάποιος που σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια…
Τέλος πάντων, γίνεται έτσι σοβαρή σχολή θεάτρου; Οχι. Αλλά ίσως αυτή να είναι η μεγάλη εικόνα: μια άκρως προβληματική συνθήκη γύρω από τις θεατρικές σχολές πολλά χρόνια τώρα. Ισως σε αυτό να οφείλεται ότι έσπασαν σε καιρό πανδημίας και αργίας των θεατρικών σκηνών τα λογής λογής αποστήματα στη θεατρική πραγματικότητα της χώρας.
Δεν έχω στόχο να υπερασπιστώ τον κ. Λιβαθινό, παρότι έχει έργο τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως δάσκαλος του θεάτρου. Εάν δίδασκε προσβάλλοντας κόσμο, ήταν όντως πρόβλημα. Οι σκέψεις αυτές μοναδικό στόχο έχουν να υποστηρίξουν την ύπαρξη ενός σαφούς κώδικα δεοντολογίας για όλους. Και όχι βέβαια αυτός να επιβληθεί (τονίζω το «επιβληθεί») από «μερίδα σπουδαστών».
Ενα ερώτημα τώρα είναι πώς διαχειρίστηκε τη συγκεκριμένη κρίση το ίδιο το Εθνικό Θέατρο. Η αίσθηση είναι η παράλυση εξαιτίας ενός διάχυτου φόβου, ο οποίος δίνει τον τόνο στις όποιες αποφάσεις.
Το ερώτημα είναι ευρύτερο: τι ρόλο έχουν οι διευθύνσεις των σχολών και τα Δ.Σ., ποιους προστατεύουν και με ποιους συντάσσονται; Θα ακολουθείται πλέον με κλειστά μάτια αυτό το «τα παιδιά έχουν πάντα δίκιο»;