Τις τελευταίες εβδομάδες έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το αν η Ελλάδα έχει επιστρέψει στο 2008 ή στην περίοδο 2010-2012.
Τρία είναι τα βασικά γεγονότα που έχουν πυροδοτήσει αυτόν τον προβληματισμό. Τα βίαια επεισόδια και η απόπειρα δολοφονίας του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη, οι διαδηλώσεις που διοργανώθηκαν (κυρίως για την υποστήριξη της απεργίας πείνας και για την αντίδραση στις αλλαγές στον χώρο των πανεπιστημίων) και οι διάφορες κινήσεις ή και βίαιες ενέργειες (στην πλειονότητά τους χαμηλής έντασης) προς υποστήριξη του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Μπορούν να αιτιολογήσουν αυτά τα τρία γεγονότα μια αντιστοιχία με μία από τις πλέον βίαιες περιόδους που έχει γνωρίσει η μεταπολιτευτική Ελλάδα;
Υπάρχουν τρεις βασικές διαδικασίες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία αντιλαμβάνεται τη βία. Η πρώτη είναι η εικονολογία της, ο τρόπος δηλαδή που η βία γίνεται εικόνα και προβάλλεται.
Η εικόνα του ακίνητου, αιμόφυρτου αστυνομικού, μας θύμισε έντονα τη δυστοπία της περιόδου που θέλουμε να ξεχάσουμε. Υπάρχει όμως και μία άλλη εικόνα που προκάλεσε έντονα συναισθήματα και είναι οι χιλιάδες άνθρωποι πίσω από το πανό «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» που παραπέμπει στον τίτλο του μανιφέστου της τρομοκρατίας του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Η δεύτερη διαδικασία είναι η δημόσια έκφραση της υποστήριξης στη βία. Ο σοβαρός τραυματισμός του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη μας έφερε αντιμέτωπους με ορισμένες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που με ανατριχιαστικό τρόπο μας θύμισαν όσα έγραφαν ορισμένοι μετά τη δολοφονία των ανθρώπων στη Μαρφίν. Η τρίτη διαδικασία και σημαντικότερη όλων είναι η προσπάθεια αιτιολόγησης της βίας, η οποία συνήθως γίνεται σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι αυτός της αντιβίας, δηλαδή «η βία φέρνει βία», μία φράση που θυμίζει έντονα το σύνθημα «βία στη βία της εξουσίας» των εξτρεμιστικών ομάδων. Ο δεύτερος είναι η ενσωμάτωση της βίας ως μέρος των κινηματικών δράσεων (το αφήγημα περί καλής και κακής βίας) και αντιδράσεων (η οργή των νοικοκυραίων).
Διαβάστε επίσης:
• Η Αστυνομία, οι αριθμοί και το πολιτικό μπρα ντε φερ
Αυτές οι τρεις διαδικασίες είναι οι διαχρονικές παράμετροι που διαμορφώνουν την πολιτική βία στην Ελλάδα και όταν προκύψει ένα γεγονός καταλύτης, όπως η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, μπορούν να ανοίξουν το σπιράλ της έντασης. Δεν είναι τυχαίο πως η απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα προσεγγίστηκε ως ένα τέτοιο γεγονός. Σε αυτό όμως το σημείο τελειώνουν οι συγκρίσεις με το παρελθόν. Δεν ζούμε σε μια δυστοπική επαναφορά της περιόδου 2008-2012. Αν και ορισμένοι θα το ήθελαν. Για αυτό και προσπαθούν να μας φέρουν στην εποχή των πλατειών.
Το επιχείρημα που χρησιμοποιούν είναι απλό. Η κυβέρνηση με αφορμή την πανδημία δημιούργησε ένα αυταρχικό καθεστώς το οποίο επιβάλλεται με την καταστολή. Δεν έχει κάποια πρωτοτυπία αυτό. Το μόνο που αλλάζει είναι η αφορμή που παρουσιάζουν οι υποστηρικτές του. Δεν είναι όμως άλλο ένα δικό μας παράδοξο. Σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης τους τελευταίους μήνες βλέπουμε κινητοποιήσεις. Η σημαντική διαφορά στην ελληνική περίπτωση είναι το γεγονός πως στην Ελλάδα στις κινητοποιήσεις και στα επεισόδια δεν πρωταγωνιστούν ακροδεξιές οργανώσεις και ομάδες, αλλά μορφώματα του ακροαριστερού και του αναρχικού χώρου.
Αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα είναι εκείνο που ο Marc Sageman, Αμερικανός συγγραφέας και ειδικός στην τρομοκρατία και στην εξτρεμιστική βία, περιγράφει στο βιβλίο του «Turning to Political Violence: The Emergence of Terrorism». Ο τρόπος με τον οποίο μέσα από τις Κοινότητες Διαμαρτυρίας, οι οποίες τοποθετούν τον εαυτό τους σε ευθεία ρήξη με το κράτος, προκύπτουν μικρότερες ομάδες –Μαχητικές Κοινότητες– οι οποίες χρησιμοποιούν βία. Το είδαμε στην Ελλάδα ως ένα από τα αποτελέσματα της ριζοσπαστικοποίησης του Δεκεμβρίου του 2008, όταν νέοι άνθρωποι εντάχθηκαν σε ακραίες ή και βίαιες και τρομοκρατικές οργανώσεις. Για αυτό η πόλωση θέλει μεγάλη προσοχή και διαχείριση.
* Ο κ. Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.