Τα περισσότερα από τα έθιμα που έδιναν κάποτε απλό και απτό νόημα στη Μεγάλη Εβδομάδα και στην αναστάσιμη κορύφωσή της έχουν περάσει στη δικαιοδοσία της νοσταλγίας. Εκεί τα εκτόπισαν οι σαρωτικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών. Δεν έχει νόημα να κλαιγόμαστε. Σε τέτοιου είδους παράπονα ο Χρόνος και η Ιστορία βαριακούνε πεισματικά. Και δεν πείθονται από τα εγχειρήματα «αναβίωσης», ίσως επειδή όλα τους ανακαλύπτουν αναδρομικά κάποιον αντιτουρκοκρατικό χαρακτήρα.
Η τηλεόραση μας έδειξε φέτος ότι σε κάποια μέρη τον Ιούδα δεν τον καίνε, όπως συνηθίζει ο «φυσικός» μας αντισημιτισμός, αλλά τον πυροβολούν. Θέλει και ρώτημα; Η συνήθεια αυτή, με τον έκδηλο ανταρτικοφιλελεύθερο χαρακτήρα της, θα κρατάει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εστω κι αν είναι η ίδια που αφήνει τρύπιες από τα σκάγια και τις σφαίρες τις πινακίδες της Τροχαίας στα μέρη όπου λατρεύεται η θεότητα του ένοπλου ναρκισσισμού. Αλήθεια, υπάρχουν ακόμα στην Κρήτη εκείνες οι διάτρητες από τους πυροβολισμούς ταμπέλες με τη φοβερή επιγραφή «Μην πυροβολείτε ασκόπως»;
Η παράδοση δεν έχει υφή πάγου ή πέτρας. Αλλάζει. Και κατασκευάζει νέα «έθιμα» που, μας αρέσουν – δεν μας αρέσουν, είναι πιθανό να διαιωνιστούν. Τα τελευταία χρόνια στο αναστάσιμο ρεπερτόριο προστέθηκαν δύο συνήθειες που, αν και ελάχιστα χριστιανικές, απέκτησαν ήδη γνωρίσματα μονιμότητας. Το ένα «έθιμο» ήρθε από τα κάτω, είναι δηλαδή οιονεί λαϊκό· το άλλο ξεκίνησε επίσης από τα κάτω, το υιοθέτησε όμως αμέσως η εν γένει ηγεσία. Και πλέον τείνει να καθιερωθεί, όπως και η προσβλητική για τα θεία «υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους». Κοραής που μας χρειάζεται.
Το βλακωδώς βίαιο «λαϊκό έθιμο» είναι οι μολότοφ το βράδυ της Ανάστασης σε εκκλησία του Νέου Κόσμου. Εκλεισε μία δεκαετία φέτος. Αν κάποτε ασχοληθούν μαζί του ανθρωπολόγοι και λαογράφοι, για ένα μόνο θα είναι βέβαιοι: δεν το γέννησε ο ενθουσιασμός για την Ανάσταση. Αλλά μήπως και το άλλο νέο έθιμο, το της επισήμου κορυφής, το γέννησε η αναστάσιμη χαρά; Μιλάω για τον εθνικό ύμνο που ακούγεται στη μητρόπολη ή στον Αγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη σχεδόν ταυτόχρονα με το «Χριστός Ανέστη». Το «έθιμο» αυτό, να επισκιάζεται το οικουμενικό μήνυμα της Ανάστασης προς επικύρωση του ελληνοχριστιανικού δόγματος «Ο Θεός είναι Ελληνας, άρα και ο Υιός αυτού Ελληνας θα είναι», εισήχθη πιθανότατα το 2013, επί Σαμαρά, στον ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Και τότε στην αναστάσιμη ακολουθία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Οταν λοιπόν άρχισε να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη», το τιμητικό άγημα της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων διέπραξε την εθνικοποιητική παρέμβασή του: βάλθηκε να τραγουδάει –να ουρλιάζει μάλλον– τον εθνικό ύμνο. «Οι κληρικοί σάστισαν και ο κόσμος κοιτούσε απορημένος», έλεγαν τα ρεπορτάζ της εποχής. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ πάντως, ο στρατηγός Μιχάλης Κωσταράκος, έσπευσε να συγχαρεί με τιτίβισμά του το τιμητικό άγημα του Ναυτικού. Με το οποίο ωστόσο δεν είχε συντονιστεί το άγημα του Στρατού Ξηράς (ήταν με τα όπλα στη θέση «παρουσιάστε») ούτε της Αεροπορίας, που είχε τα όπλα στο «πάρα πόδα».
Εκτοτε ουδείς σαστίζει και ουδείς απορεί. Αυτό που ξεκίνησε από τα κάτω, ένας Θεός ξέρει γιατί, το καθιέρωσαν οι επάνω: οι στρατηγοί με τη σιγουριά ότι εκπροσωπούν αυθεντικά το έθνος, οι πολιτικοί με τον καιροσκοπισμό τους, οι ταγοί της Εκκλησίας με την αθεολόγητη δειλία τους. Φέτος, στη μητρόπολη, «η αναβίωση του εθίμου» ήταν αυτοδίκαιη και αυτονόητη: δεν είχε προλάβει ο Αρχιεπίσκοπος να τελειώσει το πρώτο «Χριστός Ανέστη» και η μεν στρατιωτική μπάντα άρχισε να παιανίζει τον εθνικό ύμνο, οι δε άντρες του αγήματος να τον ουρλιάζουν. Το φάντασμα του Σολωμού, κρυμμένο στο γειτονικό εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, δεν έβρισκε λόγο να παρέμβει, να εξηγήσει τι η Λαμπρή και ο «καθαρότατος ήλιος» της, τι ο Υμνος και τι το Εθνος. Να πει τέλος πάντων ότι ο Ιησούς δεν πολιτεύτηκε με βάση το δόγμα «Πρώτα οι Ελληνες» ή μάλλον «Μόνο οι Ελληνες».
Ολα αυτά συνέβησαν μπροστά στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θα μπορούσε άραγε η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καλέσει τον πρωθυπουργό, τον Αρχιεπίσκοπο και τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ όχι σε σύσκεψη γραφειοκρατικού τύπου αλλά σε φιλική συζήτηση; Να κουβεντιάσουν για το «έθιμο», μήπως και συμφωνήσουν πως όταν καπελώνεται από τον Υμνο το «Χριστός Ανέστη», καταστατικά οικουμενικής σημασίας, προσβάλλεται το αναστάσιμο μήνυμα διά της βίαιης εθνικοποίησής του. Του χρόνου ή του παραχρόνου θα βρεθούν μιμητές ανά την Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στη Μάνη, στο Ξηρόμερο, στα ακριτικά νησιά, παντού, που θα επιβάλουν την ανάκρουση του εθνικού ύμνου ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο «Χριστός Ανέστη», σαν πειστήριο ακμαίας εθνικής συνείδησης. Δεν είναι λίγοι, κάθε άλλο, οι συμπατριώτες μας που εννοούν στενότατη τη χριστιανοσύνη, γαλανόλευκη, είναι δε σίγουροι ότι τυγχάνουμε λαός περιούσιος. Και δεν είναι ακόλουθοι μόνο των υπολειμμάτων της Χρυσής Αυγής ή της βελοπούλειας Ελληνικής Λύσης. Φοβάμαι ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δίσταζε, ακόμα κι αν το επιθυμούσε σφόδρα, να αντιτεθεί στο «μοιραίο». Υφίσταται άλλωστε σχεδόν καθημερινό πόλεμο φθοράς και απαξίωσης από τρεις-τέσσερις εφημερίδες και από ουκ ολίγες εθνικόφρονα και ελληνορθόδοξα κίτρινες ιστοσελίδες. Τι της καταλογίζεται; Μα μειωμένη εθνικοφροσύνη, πράγμα κακό έτσι κι αλλιώς, πλην κάκιστο όταν αφορά γυναίκα, πλάσμα εκ γενέσεως αμαρτωλό, και δη γυναίκα που συζεί αστεφάνωτη. «Εβγαλε τη σημαία, ξεκρέμασε τον πίνακα, περπάτησε την ώρα του εθνικού ύμνου», α, και «μπήκε με παντελόνια στην εκκλησία». Για το περπάτημα την έψεξε πρωτοσέλιδα στις 3 Μαΐου η «Εστία», που συνηθίζει άλλωστε να την ελέγχει αυστηρά για «τη δημόσια συμπεριφορά της απέναντι στα εθνικά σύμβολα». Τίτλος: «Ανεπίδεκτη μαθήσεως η Κυρία Πρόεδρος». Υπέρτιλος: «Οπου “φύγει-φύγει” κάθε φορά που ακούει από άγημα τον εθνικό ύμνο». Κι αν ξεκίνησε να περπατάει επειδή δεν είχε κανέναν λόγο να περιμένει ότι θ’ ακουστεί ο ύμνος σε χρόνο και τόπο ανοίκειο;
Η ιστοσελίδα News Break δεν αρκέστηκε να στηλιτεύσει το αντεθνικό περπάτημα αλλά πήρε και το φραγγέλιο της χυδαιογραφίας για να πλήξει την «τολμηρή πρόεδρο» για τα παντελόνια της: «Απανωτές οι καινοτομίες της κυρίας προέδρου. Μπαίνει με παντελονάτο κοστούμι στην εκκλησία, πράγμα πρωτοφανές για γυναίκα αξιωματούχο. Αλλά συνηθισμένο για Kολομβιανούς βαρόνους όπως ο Εσκομπάρ ή πρωταγωνιστές σε ανάλογες ταινίες, όπως ο Αλ Πατσίνο στο “Σημαδεμένο”». Ακούς εκεί! Παντελόνια! Στην εκκλησία! Εγκλημα βαρύ όσο κι εκείνο της Μαρίας Πενταγιώτισσας, που εκκλησιαζόταν ξεμαντίλωτη, εξερεθίζοντας τους φύλακες των ηθών.
Στην Τουρκία πάλι, διατάχτηκε εισαγγελική έρευνα κατά του (αντιερντογανικού) δημάρχου της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, επειδή επισκεπτόμενος τον τάφο του Μωάμεθ του Πορθητή περπάτησε με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Εμ, τι περιμένεις. Τούρκοι. Μπουνταλάδες. Απολίτιστοι.