Πριν εννέα μέρες. Μέγα Σάββατο πρωί, στις εκκλησιές του (όποιου και όσου) ακόμα Ελληνισμού, γιορταζόταν η «Πρώτη Ανάσταση». Ευτυχώς που ο ρεαλισμός της ζωής δεν υποτάχθηκε, ακόμα, ολοκληρωτικά στις επιταγές της χρηστικής, ταξινομητικής λογικότητας. Γιορτάζουμε λοιπόν τη βιασύνη μας για τη θριαμβική Ανάσταση, ενώ ταυτόχρονα πειθαρχούμε και στην αναμονή της μεγάλης «πανηγύρεως», της μεσονύχτιας έκρηξης του γιορτασμού.
Μια μερίδα του «μορφωμένου» πληρώματος και κλήρου δυσανασχετεί για τον παραλογισμό της βιασύνης, για την προκλητική ασυνέπεια να γιορτάζουμε στις εκκλησιές τον όρθρο το εσπέρας και την ακολουθία του εσπερινού στην ώρα του όρθρου. Για κάθε συνεπή προτεστάντη, αυτός ο ανορθολογισμός, το χρονικό κουλουβάχατο, η προκλητική ασυνέπεια και κατάλυση της «τάξης» («ορθής» λογικά αλληλουχίας) είναι αφόρητο σκάνδαλο. Για όσους έχουν κάτι γευθεί από την ασυμβίβαστη διαφορά Εκκλησίας και θρησκείας, είναι το γλέντι τους, η γιορτή που τη γεννάει η παλαβομάρα της χαράς για τον θρίαμβο της σχέσης, την προτεραιότητα της ελευθερίας, την καταξίωση του έρωτα. Οταν αγαπάς, όλα γίνονται ανυπότακτη σε σταθερές αναγκαιότητας γιορτή.
Η παράδοση του Ελληνισμού, όποια ίχνη της ακόμα διασώζονται, παραπέμπει στην κεφαλαιώδη και αγεφύρωτη διαφορά της εκκλησίας από τη θρησκεία. Δεν πρόκειται για διαφορά θεσμική, ιδεολογική ή «παραδόσεων», είναι διαφορά πολιτισμών, δηλαδή τρόπου του βίου και «νοήματος» της ύπαρξης. Η θρησκεία είναι ατομοκεντρικό γεγονός (ατομικές, «εγγυημένης ορθότητας», πεποιθήσεις, ατομικές αρετές, ατομική σωτηρία). Η εκκλησία, όπως και η λέξη «κοινωνία», είναι τρόπος σχέσεων, κοινό άθλημα, μέθεξη σε κοινό αγώνισμα αμοιβαιότητας της αγαπητικής αυτοπροσφοράς, κοινότητα κοινωνούμενης εμπειρικής ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω».
Διακόσια χρόνια από τον ξεσηκωμό των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό, η ελληνική ιστορική σάρκα του εκκλησιαστικού γεγονότος (επομένως και η οικουμενική δυναμική του) μοιάζει να έχουν οριστικά εξαλειφθεί από τη συλλογική μνήμη. Στην «ελεύθερη» Ελλάδα, οι άσπονδοι, ασυναγώνιστοι σε ραδιουργίες «σύμμαχοί» της, πέτυχαν, πολύ εγκαίρως, να αλλοτριωθεί το ίδιο το νοηματικό περιεχόμενο της λέξης «εκκλησία» – να ορίζεται στον καταστατικό χάρτη («σύνταγμα») του κράτους σαν θεσμός «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας». Χρηστικός θεσμός, υπηρετικός των «θρησκευτικών αναγκών του λαού», αντίστοιχος με ανάλογους κρατικούς κοινωφελείς θεσμούς – ΙΚΑ, ταχυδρομεία, συγκοινωνίες κ.τ.ό.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί με εγκυρότητα κάθε σοβαρός και οξυδερκής ιστορικός μελετητής ότι, με αυτή τη συνταγματική διατύπωση, τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός ως πανανθρώπινο «νόημα» βίου, δηλαδή ως πολιτισμός. Χρειάστηκαν δυο αιώνες για να ολοκληρωθεί εδώ η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, επίσκοποι και πρεσβύτεροι να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, η κατήχηση και το κήρυγμα να παραδοθούν αυτονόητα σε προτεσταντικού τύπου προπαγανδιστικές οργανώσεις, το ίδιο και οι πανεπιστημιακές Θεολογικές Σχολές.
Απόμεναν δύο ακόμα καίρια πλήγματα, για να εξαλειφθεί οριστικά η ιστορική παρουσία του Ελληνισμού: Να εξαρθρωθεί, επίσημα και καθολικά, η συνέχεια της γλώσσας των Ελλήνων. Και να αποκλεισθεί τελεσίδικα κάθε ίχνος διάσωσης της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας. Κατορθώθηκαν αμφότερα από ένα «πολιτικό» κόμμα, του πιο ακραιφνούς αμοραλισμού και τυχοδιωκτισμού που γνώρισε ποτέ η ελλαδική εμπειρία. Καθόλου τυχαία, το κόμμα αυτό λειτούργησε αυτοματικά σαν καταλύτης για την εξομοίωση του τρόπου άσκησης της εξουσίας στην Ελλάδα από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Μετά το ΠΑΣΟΚ, όποιο κόμμα κι αν έρθει στην εξουσία, η Εκκλησία θα λογαριάζεται «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία», η πολυτονική γραφή θα τρομοκρατεί τον «Ελληνα» σαν ακατανόητη «αρχαία», και η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα θα ηχεί σαν ιδεοληψίας καλαμπούρι.
Ακόμα κι αν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεπε τη θεσμοποιημένη «ύβρι» της πασοκικής πρωθυπουργοκεντρικής απολυταρχίας, ο πασοκισμός θα παρέμενε τρόπος βίου και τρόπος του νοείν (νοο-τροπία) των Ελληνωνύμων. Η λογική (που ελάχιστα ισχύει στην εξέλιξη των κοινωνιών) ίσως θα μας προκαλούσε να υποθέσουμε σαν μοναδικό παράγοντα ανάσχεσης του ιστορικού αφανισμού των Ελλήνων, την Εκκλησία. Οχι τη «διοικούσα» (τον ριζικά εκδυτικισμένο οργανισμό), αλλά κάποιους αθόρυβους και λιγόλογους απλούς εφημέριους: Να μετατρέψουν τους νάρθηκες των ναών τους σε προαιρετικά σχολεία, που θα μεταγγίζουν σε λίγα, έστω ελάχιστα, παιδιά την ποιητική γλώσσα της εκκλησιαστικής λατρείας, ζωντανή συνέχεια της εκφραστικής (δηλαδή καλλιέργειας) των Ελλήνων.
Από το σχολειό στους νάρθηκες ίσως προκύψει μια καινούργια «αίσθηση» – συνείδηση ενορίας, γειτονιάς, κοινότητας. Αν συνεχίζει η Εκκλησία να αυτο-ορίζεται σαν «ζύμη» ελάχιστη που ζυμώνει αδιόρατα το νεκρό φύραμα ή σαν «κόκκος σινάπεως» ακαταγώνιστης βλαστικής δυναμικής, τότε δεν είναι καθόλου ουτοπική η ελπίδα να επιβιώσει η ζωτική (όχι διακοσμητική) ελληνικότητα σε συνθήκες πολλαπλάσια δυσκολότερες, σήμερα, από όσο στους αιώνες της αμακιγιάριστης Τουρκοκρατίας.
Υστερόγραφο για «διανοουμένους»: Ολα τα παραπάνω, προφανώς, δεν σημαίνουν αντιδυτικισμό. Η Δυτικοκρατία είναι ευφυέστερα στυγνότερη της Τουρκοκρατίας. Ομως «συνεννοούμαστε» με τους μεγάλους «αιρετικούς» της Δύσης: Νίτσε, Χάιντεγγερ, Βίτγκενσταϊν, T.S. Eliot, Κάφκα, Φλάνερι Ο’ Κόνορ.