Πριν από έξι χρόνια, ο ελληνικός λαός καλείτο σε ένα κωμικοτραγικό δημοψήφισμα να αναλάβει αυτός την ευθύνη επίλυσης του αδιεξόδου στο οποίο είχαν οδηγήσει οι χειρισμοί του πρώτου λαϊκιστικού κυβερνητικού συνασπισμού της Ευρώπης. Το πρόγραμμα της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και όλη η ατζέντα του πρώτου εξαμήνου, συνιστούσε μια «αδύνατη τριάδα», ένα impossible trinity. Γράφαμε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει το δικό του “τρίλημμα”: Να κυβερνήσει, να εμμείνει συνεπής στο πρόγραμμά του, και η χώρα να παραμείνει στο ευρώ. Και τα τρία μαζί δεν μπορούν να συμβούν. Το ένα θα υποχωρήσει. Ο καθένας επιλέγει ποιο θεωρεί πιθανότερο» («Τα οδυνηρά τριλήμματα της πολιτικής», «Καθημερινή», 14/9/2014). Είχαμε έναν ευσεβή πόθο για το δεύτερο.
Το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ήταν το πρώτο εμβληματικό συμβάν στο σίριαλ διεθνούς λαϊκισμού που συντάραξε την Ευρώπη τη δραματική διετία 2015-16. Θα ακολουθούσαν το Brexit και o Τραμπ. Ολα βγαλμένα από την ίδια συναισθηματική μήτρα λαϊκής οργής εναντίον των «ελίτ», το παρόμοιο κοινωνικό υπόστρωμα ανισοτήτων και περιθωριοποίησης, το ρητορικό μείγμα του ενστικτώδους εθνικισμού και της δημαγωγικής παραπλάνησης. Παραδόξως, το ελληνικό δημοψήφισμα ήταν το μόνο που δεν προκάλεσε ανήκεστη βλάβη, καθώς οι συνέπειές του αναιρέθηκαν από τους συντελεστές του.
Δεν θα είχε συμβεί αυτό χωρίς τη σωτήρια παρέμβαση των Ευρωπαίων εταίρων, ιδίως του Γάλλου προέδρου και του προέδρου Γιουνκέρ. Η Ε.Ε. επιστράτευσε ευελιξία για να σώσει την Ελλάδα που είχε αυτοπυροβοληθεί. Κατέληξε σε βαρύ μνημόνιο (για να καλύψει τις τεράστιες επιπλέον απώλειες κεφαλαίων του πρώτου εξαμήνου 2015) αλλά με ελαφρύτερους δημοσιονομικούς στόχους. Αυτό κατέστη δυνατό διότι σύσσωμο το πολιτικό σύστημα της χώρας, την επομένη του δημοψηφίσματος, έκανε αυτό που δεν είχε πράξει επί πέντε χρόνια: ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι υπερψήφισαν το 3ο μνημόνιο και δεσμεύθηκαν να υποστηρίξουν την αναγκαία προσαρμογή της χώρας. Ετσι φτάσαμε στην απόλυτη ειρωνεία η μόνη κυβέρνηση που ολοκλήρωσε μνημόνιο να είναι η πλέον «αντιμνημονιακή».
Τελικά το ευρωπαϊκό πλαίσιο αποδείχθηκε η κρίσιμη ασφάλεια της Ελλάδας απέναντι όχι μόνο σε εξωτερικούς κινδύνους αλλά και σε τυχοδιωκτικές συμπεριφορές εκλεγμένων υπουργών Οικονομικών. (Οπως ο Γ. Βαρουφάκης έχει παραδεχθεί, το δημοψήφισμα ενείχε υψηλή πιθανότητα Grexit, το οποίο ο ίδιος αναγνώριζε ως καταστροφικό – η εμμονή του «να εφαρμοστεί το Οχι» εκεί οδηγούσε.)
Δεν προστάτευσε η Ε.Ε. την Ελλάδα από μια ακραία εκτίναξη της ανεργίας μετά το 2010, την εξέθεσε σε ένα υφεσιακό μείγμα πολιτικής, δεν επέδειξε την ευελιξία να αναδιαρθρώσει το χρέος νωρίτερα, για να αμβλύνει το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ομως απέτρεψε η Ε.Ε. έναν αναντίστρεπτο εκτροχιασμό, που θα είχε σημάνει όχι μόνο οικονομική και κοινωνική κατάρρευση αλλά και καθίζηση εθνικής ισχύος, αναγκαίας στις μετέπειτα προκλήσεις εξωτερικής πολιτικής (μεταναστευτικό, Πρέσπες, Τουρκία).
Το πόσο η Ευρώπη προστάτευσε την Ελλάδα φάνηκε από τη μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων. Η χώρα αποφοίτησε από τα μνημόνια το 2018, και μπήκε στην ανάκαμψη. Λαμβάνει σήμερα το υψηλότερο με όρους ΑΕΠ εθνικό «πακέτο» Ταμείου Ανάκαμψης, στη μαζικότερη κινητοποίηση επενδυτικών πόρων της σύγχρονης ιστορίας. Η Ελλάδα δεν είναι στο περιθώριο, τροφοδοτώντας αρνητικά πρωτοσέλιδα, αλλά στο κέντρο ως αξιόπιστη ευρωπαϊκή δύναμη. Επιδεικνύει επιτυχίες, επαναπατρίζει ανθρώπινο δυναμικό, προσελκύει επενδύσεις.
Η χώρα του πρώτου κύματος κυβερνώντος λαϊκισμού στην Ευρώπη έχει όχι μόνο ένα «εθνικής κυριότητας» μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα υπό εφαρμογή, αλλά κι ένα από τα πλέον φιλοευρωπαϊκά κοινοβούλια στην Ε.Ε. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξελιχθεί σε συστημικό αριστερό κόμμα του ευρωπαϊκού τόξου. Οι ακραίοι των ακραίων βρίσκονται εκτός. Και το μικρό κόμμα του παρ’ ολίγον Ηρόστρατου πρώην υπουργού Οικονομικών παράγει ενδιαφέρουσες προτάσεις ριζοσπαστικού (αλλά όχι αντιευρωπαϊκού) μετασχηματισμού της Ε.Ε.
Η εμπειρία του 2015 επιβεβαίωσε τη σοφία της συμμετοχής μας στην Ε.Ε. και στο ευρώ. Και με τα δύο προσχωρήσαμε σε μια ατελή ένωση. Αποκτήσαμε όμως μια θέση στο τραπέζι, για να συνδιαμορφώνουμε την πορεία της. Οπως η προσχώρησή μας στην ΕΟΚ «δεν συνέφερε» τότε οικονομικά, αλλά ο Καραμανλής διέγνωσε τη δυναμική, και το υπερκείμενο γεωπολιτικό πλεονέκτημα. Ετσι και με την ΟΝΕ, μπήκαμε σε ένα ατελές ευρώ, με εγγενείς ανισορροπίες. Ομως η συμμετοχή στον πυρήνα της Ε.Ε., το ευρώ, παρέμεινε η έσχατη ασφάλεια απέναντι σε άφρονες επιλογές που θα μπορούσαν να τινάξουν τη χώρα στον αέρα. Αυτό δεν συνέβη, και το οφείλουμε στο σωσίβιο της Ευρώπης και στην έκλαμψη εθνικού ρεαλισμού την 11η ώρα πριν από την ολική καταστροφή.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.