Το δημοψήφισμα ήταν η μοιραία κατάληξη μιας πορείας που ξεκίνησε από τις εκλογές του 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε δυναμικά στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι όροι της σύγκρουσης τόσο με τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις όσο και με τους εταίρους δανειστές προδίκαζαν πως ο στόχος τού όλου ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ρήξη.
Οταν ανέλαβε την εξουσία μαζί με τους ΑΝΕΛ, η αποδοχή του Αλ. Τσίπρα πλησίαζε το 70%. Αυτά δεν πρέπει να τα λησμονούμε, όπως επίσης δεν θα πρέπει να λησμονούμε αυτό που είχε πει ο Γ. Βαρουφάκης σε μια οπαδό του ΣΥΡΙΖΑ στα τέλη Φεβρουαρίου 2015: «Να είστε μαζί μας και μετά τη ρήξη».
Λέγεται κατά κόρον ότι ο Αλ. Τσίπρας επιθυμούσε να χάσει το δημοψήφισμα. Αυτές είναι εκ των υστέρων εκτιμήσεις. Οσοι ζήσαμε εκείνες τις ημέρες θυμόμαστε πως η ατμόσφαιρα «μύριζε μπαρούτι».
Μέσα σε ένα τέτοιο πολωμένο κλίμα, κανένας αρχηγός κόμματος, πολύ δε περισσότερο κανένας πρωθυπουργός, δεν ρισκάρει την ήττα.
Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, ο Αλ. Τσίπρας στήριξε το «Οχι» με τρία διαγγέλματα μέσα σε μία εβδομάδα. Ηθελε μια καθαρή νίκη, καθώς η σχέση του ηγέτη με τους πολίτες είναι αμφίδρομη και περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές του. Δεν ήθελε να τους απογοητεύσει.
Ο όλος ΣΥΡΙΖΑ πίστευε πως με ένα θριαμβευτικό «Οχι» και οι αγορές και οι εταίροι μας θα υποχωρούσαν. Κάτι τέτοιο, ως γνωστόν, δεν συνέβη. Αυτήν την εκτίμησή τους τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ την απέδωσαν στις αυταπάτες που είχαν.
Το ορθότερο είναι πως είχαν παντελή άγνοια για το τι είναι και πώς λειτουργούν οι αγορές, η Ευρωζώνη, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί. Αυτή την άγνοια τη βάπτισαν «αυταπάτη».
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, το βέβαιο είναι πως αυτή η τυχοδιωκτική πορεία δεν ήταν έργο ενός Βαρουφάκη, αλλά συνολικά της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το ότι την τελευταία στιγμή ανακόπηκε, δεν σημαίνει πως δεν επιχειρήθηκε. Αυτό που βάρυνε στη θεαματική κυβίστηση ήταν η πολιτική τους επιβίωση.
Μια σημαντικά σοβαρή συνέπεια του δημοψηφίσματος είναι πως μορφοποίησε πολιτικά τον αντισυστημισμό, που μέχρι τότε βρισκόταν σε χύδην κατάσταση. Και όχι μόνο τον μορφοποίησε, αλλά και τον ανέδειξε σε κυρίαρχη δύναμη με εκείνο το σαρωτικό 61,3%. Κάτι που το πληρώνουμε μέχρι σήμερα και πιθανόν για πολύ καιρό ακόμη.