Ο κανόνας είναι ότι οι συλλογικότητες βραδυπορούν, η ωρίμανση συλλογικών επιγνώσεων εμφανίζει ανυπόφορη καθυστέρηση. Χρειάζεται χρόνος πολύς, μετρημένος με τη διαδοχή γενεών, για να γίνουν κοινή συνείδηση δεδομένα που η οξυδέρκεια των ολίγων εύστοχα και έγκαιρα εντοπίζει.
Πέρασαν κάπου εκατό χρόνια για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε οι Νεοέλληνες, χάρη στη γενιά του ’30, ότι δεν είναι απαραίτητα ντροπή ο πολιτισμός του λαού μας στους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Χρειάστηκαν μεγάλα αναστήματα ερευνητών της Ιστορίας και τεχνοκριτικών, για να ραγίσει η εισαγόμενη βεβαιότητα ότι «Βυζάντιο» σημαίνει σκοτάδι και βαρβαρότητα. Επρεπε να αναγνωριστεί με θαυμασμό από τους δυο νομπελίστες ποιητές μας η κριτική οξυδέρκεια και η λογοτεχνική αξία του Μακρυγιάννη και το μέγεθος του Παπαδιαμάντη, για να αρχίσει να μειδιά η νεοελληνική κοινωνία με τη χλεύη των «προοδευτικών δυνάμεων».
Μεσολάβησαν εκατόν πενήντα περίπου χρόνια από την «αυθεντία» του Κοραή, για να μπορεί ο Τσαρούχης να ειρωνεύεται τον μεταπρατισμό μας των Νεοελλήνων, τον άκριτο και επαρχιώτικο θαυμασμό μας για ό,τι φάνταζε «εφάμιλλον των ευρωπαϊκών» μας ινδαλμάτων. Στο μεταξύ προλάβαμε να καταστρέψουμε οριστικά το κάλλος της ελληνικής γης, να μεταμορφώσουμε τις πόλεις σε κόλαση αυτοβασανισμού μας. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι τον «εξευρωπαϊσμό» μας ατιμάζοντας αισθητικά κάθε σπιθαμή της ελλαδικής γης.
Δυο αιώνες τώρα, η νεοελληνική κοινωνία αρνείται να συνειδητοποιήσει τη σχιζοφρένεια που καθόρισε τον μετασχηματισμό της σε «εθνικό κράτος». Διαιωνίζει τη διχασμένη αυτοσυνειδησία: Καμώνεται ότι καμαρώνει για το χιλιόχρονο αυτοκρατορικό παρελθόν της, και ταυτόχρονα ξεπουλάει τα πάντα (γλώσσα, θεσμούς, κάλλος τοπίου) για τον πιο εξευτελιστικό «εξευρωπαϊσμό» της. Δυο αιώνες τώρα, γεννάει συνεχώς διχασμούς και πολώσεις: Δημοτικιστών και Καθαρευουσιάνων, Βενιζελικών και Βασιλικών, Κομμουνιστών – Διεθνιστών και Εθνικοφρόνων, Ευρωπαϊστών και Ελληνοκεντρικών. Αφορμές και προσωπεία για να δηλωθεί η δραματική κρίση ταυτότητας, ο πλεονασμός του μιμητισμού, η απουσία προοπτικής για το μέλλον των Ελλήνων.
Πόσοι Ελληνώνυμοι σήμερα συνειδητοποιούν πως με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός; Ως τότε, ακόμα και κάτω από φρικτό ζυγό δουλείας, οι Ελληνες παρήγαν πολιτισμό – κοινοτικούς και συντεχνιακούς θεσμούς, αξιοπρέπεια αυτοπεποίθησης, όραμα ιστορικού μέλλοντος. Τώρα πια παράγουν μόνο μίμηση και μεταπρατισμό, αγλωσσία, παρανάγνωση της Ιστορίας – με όραμα «ανάπτυξης» τη Σιγκαπούρη. Τέτοιου είδους διαπιστώσεις δεν συνιστούν πολιτική κριτική, εξάλλου το είδος είναι περιττό σήμερα, αχρηστευμένο. Η πολιτική κριτική προϋποθέτει κοινωνίες, όπου οι πολίτες έχουν καλλιεργημένη την κριτική ικανότητα και τη λογική συνέπεια, ενώ στην ελλαδική κοινωνία η πολιτική είναι μόνο μάχη εντυπώσεων, αντιμαχίες «για το θεαθήναι». Οι πολιτικές «δυνάμεις» συγκροτούνται με ανθρώπινο δυναμικό εξαιρετικά χαμηλής στάθμης: κατά κανόνα αφισοκολλητές των κομματικών νεολαιών, επαγγελματίες συνδικαλιστές, πρόσωπα επιδέξια στην κατάκτηση τηλεοπτικής δημοσιότητας, έστω και με καταφανή τη μικρόνοια.
Πολιτική για τους πολιτευόμενους στην Ελλάδα είναι η τέχνη να μεθοδεύεις την επανεκλογή σου. Να εξασφαλίζεις χρηματοδότηση για διαφήμιση δική σου και του κόμματος. Να κερδίζεις την εύνοια του «συμμαχικού» παράγοντα. Να εμφανίζεις το μαύρο άσπρο στη συνθηματολογική προπαγάνδα.
Αυτές οι επιδιώξεις καταλαμβάνουν το μέγιστο του πεδίου των ενδιαφερόντων κάθε πολιτευόμενου. Συνιστούν παγιωμένους εθισμούς, σταθερούς αυτοματισμούς, ανεξέλεγκτα αντανακλαστικά. Διαχειρίζονται οι πολιτικοί τη γη και τη θάλασσα και τον ουρανό της πατρίδας μας, με τρόπο που δεν θα εμποδίσει την επανεκλογή ή και την υπουργοποίησή τους, τρόπο που δεν θα δυσαρεστήσει τον Μεγάλο Αυθέντη: τον «συμμαχικό παράγοντα». Αυτό προέχει αυτονόητα, αυτό είναι η πολιτική.
Σταθερά και αδυσώπητα ο Ελληνισμός αποδυναμώνεται, όχι επειδή μειονεκτεί σε γεωστρατηγική σημασία, αλλά επειδή, στο όνομα ενός μικρονοϊκού «εκσυγχρονισμού» ή της καταναλωτικής λιγούρας, πιθηκίζει την «πρόοδο». Ανίκανος να διαχειριστεί γόνιμα την πολιτισμική του διαφορά από τον ατομοκεντρισμό και την ωφελιμοθηρία, παραδίνεται αυτοπροαίρετα στον ιστορικό αφανισμό του. Ολο και πιο άγλωσσος ο Ελληνισμός, πιο απαίδευτος, αισθητικά εκβαρβαρωμένος, με αφελληνισμένα σχολειά, τεταρτοκοσμικά πανεπιστήμια, εκπροτεσταντισμένη «επικρατούσα θρησκεία», βυθίζεται στην παντοδαπή καφρίλα.
«Πολιτισμός» είναι η λέξη που έφτιαξαν κάποτε οι Ελληνες, για να δηλώσουν όχι, όπως σήμερα, ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, αλλά την κοινή (της πόλεως) αναμέτρηση με το «νόημα» της ζωής και του θανάτου. Ο Τούρκος δεν διαφοροποιείται πια από τον Ελληνα, ούτε στην ενδυμασία, ούτε στην κατοικία, ούτε στους θεσμούς. Η επιλογή «θρησκείας» είναι ιδιωτική υπόθεση, λένε οι «προοδευτικοί» συμπολίτες μας, όπως και η προτίμηση ποδοσφαιρικής ομάδας.
Επομένως, τίποτα δεν αλλάζει, αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και κάποιοι υπουργοί είναι Τούρκοι.