Τα 9/10 της εκπαίδευσης είναι ενθάρρυνση, σύμφωνα με τον νομπελίστα συγγραφέα Ανατόλ Φρανς. Ενθάρρυνση και ενδυνάμωση των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς. Από πού, όμως, αντλούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί ενδυνάμωση, ώστε να ασκούν το γοητευτικό αλλά δύσκολο έργο της «διάπλασης των παίδων»;
Οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων εκπαιδευτικών δομών έρχονται αντιμέτωποι με τις απαιτήσεις ενός συγκεντρωτικού γραφειοκρατικού συστήματος λειτουργίας των σχολείων, το οποίο συχνά αποστερεί δημιουργικές δυνάμεις από το παιδαγωγικό έργο. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσφέρουν πολύ περισσότερα από τη διδασκαλία, την παιδαγωγική μέριμνα και τις διοικητικές εργασίες λειτουργίας ενός σχολείου: σχεδιάζουν και υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα εκτός ωραρίου (πολιτιστικά, περιβαλλοντικά κ.ά.), οργανώνουν εθελοντικές κοινωνικές δράσεις, συνεργάζονται οικειοθελώς με φορείς (πανεπιστήμια, ΜΚΟ κ.λπ.), κρατώντας την εκπαιδευτική κοινότητα ανοιχτή σε μία δημιουργικά γόνιμη διεπαφή με την υπόλοιπη κοινωνία.
Συχνά, οι προσπάθειές τους μένουν στην αφάνεια και η προσφορά τους υποτιμάται, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις ίδιες τις προσδοκίες τους για τον εκπαιδευτικό τους ρόλο. Σ’ αυτό έχει συντελέσει και η απουσία θεσμικού μηχανισμού αξιολόγησης εδώ και δεκαετίες, που θα μπορούσε να αποτυπώσει με διαφάνεια και αντικειμενικότητα πτυχές του διδακτικού και εξωδιδακτικού εκπαιδευτικού έργου, όπως είναι η επαρκής προετοιμασία του μαθήματος, η διαχείριση της τάξης, η συνεργασία με συναδέλφους και κηδεμόνες, η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη βελτίωση της σχολικής ζωής.
Ετσι, παράλληλα με τον πρώτο έπειτα από 12 χρόνια διορισμό 11.700 μόνιμων εκπαιδευτικών, η νέα νομοθετική πρόταση του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την αναβάθμιση του σχολείου και την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών επιχειρεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο απελευθέρωσης και ανάδειξης πρωτοβουλιών, προσφέροντας παιδαγωγική υποστήριξη και εχέγγυα αμεροληψίας.
Οι δύο βασικότεροι πυλώνες του νομοσχεδίου είναι η προαγωγή της αυτονομίας έναντι του συγκεντρωτισμού και η αξιολόγηση ως απάντηση στην έλλειψη ανατροφοδότησης. Αναλυτικότερα:
1. Αυτονομία έναντι συγκεντρωτισμού: Αυτή τη στιγμή πάνω από το 80% των αποφάσεων που αφορούν τη λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λαμβάνονται κεντρικά (τη στιγμή που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι μόλις 35%), ενώ έρευνες συσχετίζουν την αποκέντρωση με υψηλότερες μαθητικές επιδόσεις. Ο συγκεντρωτισμός του ελληνικού συστήματος, η άνωθεν γενικευμένη επιβολή σε συνδυασμό με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες θέτουν εμπόδια στον εκπαιδευτικό να οραματιστεί και να υλοποιήσει τη διδασκαλία του με τρόπο δημιουργικό και εξατομικευμένο, λαμβάνοντας υπόψη τους συγκεκριμένους κάθε φορά μαθητές εντός συγκεκριμένων συνθηκών. Χρειάζεται, λοιπόν, να δείξουμε εμπιστοσύνη και να δώσουμε μεγαλύτερη ελευθερία στον εκπαιδευτικό.
Εκεί στοχεύουν οι προτάσεις για ελεύθερη επιλογή βιβλίου, αυτονόμηση στις διαδικασίες αξιολόγησης των μαθητών, αποκέντρωση στην έγκριση εκπαιδευτικών δράσεων, απλοποίηση των διαδικασιών διενέργειας ερευνών και πρακτικής άσκησης στις σχολικές τάξεις. Γι’ αυτό ακριβώς ενισχύεται και ο ρόλος του διευθυντή ή της διευθύντριας κάθε σχολικής μονάδας, ώστε, έχοντας άμεση εποπτεία, να μπορεί να διαχειρίζεται τους υλικούς πόρους και να αξιοποιεί το έμψυχο δυναμικό, διευκολύνοντας το έργο του σχολείου.
2. Αξιολόγηση έναντι έλλειψης ανατροφοδότησης: Στην Ευρώπη το 90% των εκπαιδευτικών συστημάτων εφαρμόζουν κάποιου είδους αξιολόγηση με στόχο κατεξοχήν την ανατροφοδότηση. Η χώρα μας ανήκει εδώ και δεκαετίες στο υπόλοιπο 10%. Φυσικά, δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής στον «επιθεωρητισμό», που ως ελεγκτικός μηχανισμός της εκπαίδευσης του προηγούμενου αιώνα αποδείχθηκε υπερσυντηρητικός και υπερκεράστηκε από τις εξελίξεις. Ομως, για να βελτιώσουμε κάτι, χρειάζεται πρώτα να το εντοπίσουμε μέσω της διαδικασίας της αξιολόγησης. Μια θετική αποτίμηση θα προσμετράται για την επιλογή των εκπαιδευτικών σε θέσεις ευθύνης, ενώ η διαπίστωση μιας αδυναμίας θα καλύπτεται με επιμόρφωση. Και στις δύο περιπτώσεις στόχος είναι η ενδυνάμωση και η επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, στον αντίποδα της έλλειψης ανατροφοδότησης για την έγκαιρη προσαρμογή στις κοινωνικές αλλαγές και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων εκπαιδευτικών προκλήσεων.
Επομένως, η κυβέρνηση προωθεί ρυθμίσεις για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών, θεωρώντας ότι δεν πρόκειται απλά για προγραμματική της δέσμευση αλλά για καθήκον της πολιτείας. Γιατί σε κάθε σχολείο κυοφορείται το «αύριο», για το οποίο είμαστε όλοι υπόλογοι.
* Ο κ. Χρήστος Ταραντίλης είναι βουλευτής Επικρατείας Ν.Δ., καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.