Είναι η εποχή της νωχελικής επίσκεψης στα βιβλιοπωλεία, της ράθυμης περιδιάβασης ανάμεσα στις προθήκες και στα ράφια. Είναι η εποχή του χρόνου που προσμένουμε να μας αφηγηθούν ιστορίες. Είναι η περίοδος της λογοτεχνίας. Γυρνάω τα βιβλία ανάποδα, διαβάζω πάντα το οπισθόφυλλο. Μετά ρίχνω μια ματιά στο «αυτί» του βιβλίου, μ’ ενδιαφέρουν αποκλειστικά –από απλή περιέργεια– η φωτογραφία, η ημερομηνία γέννησης και ο τόπος διαμονής. Αδιαφορώ για το βιογραφικό και ακόμα περισσότερο για τις διακρίσεις. Ο καθένας έχει την ιστορία που θέλει να μου διηγηθεί, αρκεί να ρέει. Αγοράζω πολλά βιβλία, με κάνουν να νιώθω ασφάλεια. Τα κουβαλώ στην τσάντα μου και τα ανοίγω στις αίθουσες αναμονής, στο πλοίο, στην παραλία. Σκιερά, κουλουριασμένη κάτω από έναν ανεμιστήρα ή και με ανελέητη ηλιοφάνεια. Νιώθω ότι δεν είμαι ποτέ μόνη ή θέλω να είμαι μόνη και η ανάγνωση με μονώνει. Δεν αισθάνομαι ότι απέχω από τη ζωή, ίσα ίσα νιώθω ότι βυθίζομαι σε αυτήν.
Είναι η συνάντηση δύο μοναχικών ανθρώπων, του συγγραφέα και του αναγνώστη. Ο πρώτος φτιάχνει έναν κόσμο από το τίποτα, μια ψευδαίσθηση. Μια αυταπάτη αυθορμητισμού και ευγλωττίας όπου ο αναγνώστης συμμετέχει οικειοθελώς. Και οι δύο κάτι προσπαθούν να βρουν, ίσως νόημα. Ισως τον μηχανισμό της ζωής. Ο ένας γράφοντας και ο άλλος διαβάζοντας. Συναντιόμαστε δύο άγνωστοι στις σελίδες, ο ένας απών και ο άλλος παρών, και τίποτα δεν μπαίνει ανάμεσά μας παρά οι προθέσεις του κειμένου. Μια τεράστια βραδυφλεγής απόλαυση ξεκινάει. Σε πιάνει ο συγγραφέας και με προσεχτικά βήματα σου δείχνει τριγύρω, κοιτάς εκεί όπου εστιάζει. Γεγονότα, πρόσωπα και λεπτομέρειες αναλύονται ενδελεχώς. Δημιουργείται ένας μικρόκοσμος όπου και οι δύο συμβάλλουν. Η ανάγνωση, η αναγκαία επιδεξιότητα αναδεικνύει τη γραφή που είναι τέχνη. Αναμετριέται το κουράγιο και των δύο. Αν ο συγγραφέας εκθέσει τον εσωτερικό του κόσμο, ο αναγνώστης μπορεί να φτάσει στο ίδιο βάθος;
Θαυμάζω τη φαντασία, την αφηγηματική δεινότητα, την πυκνότητα και τη σβελτάδα του λόγου, τη σωστή επιλογή της λέξης, τη μαεστρία στο γύρισμα των παραγράφων. Συχνά ζηλεύω όλα τα παραπάνω. Υπολογίζω νοητά τον χρόνο και τον κόπο που έχουν δαπανηθεί για να σχηματιστούν ανάγλυφα οι ήρωες που έχω ξάφνου οικειοποιηθεί, πειστικά καλοί ή αληθοφανώς μοχθηροί. Γελάω και συγκινούμαι σε σημεία. Κάπως έτσι φτάνω στο τέλος του βιβλίου και σκέφτομαι πόσο πολύ θα ήθελα να γνωρίσω τον συγγραφέα.
Και εδώ ξεκινάει το πρόβλημα με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Δεν υπάρχει έλλειμμα ταλέντου, ούτε έλλειψη νέων φωνών. Το πρόβλημα είναι ότι κανένα βιβλίο πλέον δεν αρκείται να τελειώσει με μια τελεία. Γυρνώ τη σελίδα και σκοντάφτω πάνω στις γλοιώδεις εγωκεντρικές «Ευχαριστίες». Διαβάζω: Αυτό το ταπεινό σύγγραμμα (μετάφραση: το προϊόν διάνοιας) δεν θα είχε δει το φως χωρίς τη συμβολή πολλών ανθρώπων. Ενα ευχαριστώ στον πρώτο μου αναγνώστη που μου ασκεί την πιο σκληρή κριτική και δεν είναι άλλος από τον πατέρα μου. Ενα ευχαριστώ στον αδελφό που διεκπεραίωσε την πρώτη επιμέλεια ακούραστα τρίτες φορές υποδεικνύοντας τα δυσνόητα σημεία. Μνεία στον σύζυγο για τη συμπαράσταση, την υποστήριξη και το σθένος που επέδειξε κατά τη διάρκεια που γραφόταν το πόνημα. Την νταντά που φρόντισε μικρούς και μεγάλους τη δύσκολη εποχή της γραφής. Ενα ευχαριστώ στα παιδιά που μόνο αυτά είναι το «αληθινό αφήγημα» της ζωής. Ευγνωμοσύνη στον φίλο που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής όταν δεν μπορούσε να βρεθεί η κατάλληλη λέξη (le mot juste) και στη φίλη Ε.Κ. (εκείνη ξέρει) για τις πολύτιμες συμβουλές που έδωσε (εκείνη ξέρει ποιες είναι). Αξέχαστη η ευγένεια άλλης φίλης που παραχώρησε το σπίτι με θέα στη Σύμη για να ξαποστάσει η φαντασία που κάποιες φορές χρειάζεται επαναύπαση. Ευχαριστίες στον φίλο του φίλου για τη γενναιοδωρία της απρομελέτητης μεταμεσονύχτιας συζήτησης που άνοιξε νέες προοπτικές στην προσέγγιση του θέματος. Κι επειδή ίσως μας έχει διαφύγει ότι ένα βιβλίο είναι προϊόν συνεργασίας ξεκινάει ένα νέο κύμα θερμών ευχαριστιών στην εκδοτική οικογένεια.
Αναγνώριση στον (πάντα) υπέροχο εκδότη που χάρη στις προτροπές και στη συγκατάθεσή του το αριστούργημα κυκλοφόρησε, τον αφοσιωμένο και υπομονετικό επιμελητή, τον φωτογράφο που χωρίς αυτόν το εξώφυλλο δεν θα ήταν το ίδιο (θα ήταν άλλο). Τέλος, ένα τεράστιο ευχαριστώ στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής και στον δάσκαλο με κεφαλαίο Δ, η γόνιμη συνάντηση ήταν μια μοναδική ευλογία συγχρονισμού και τύχης.
Μα δεν διαβάζουν για να μάθουν να γράφουν; Και με τόσο έντονη κοινωνική ζωή πώς τα καταφέρνουν και γράφουν; Μεμιάς εξανεμίστηκε η μαγεία της συνωμοσίας που είχε δημιουργηθεί. Δεν πρόκειται για έναν μικρόκοσμο, για μια μυστικοπαθή συνάντηση δύο συνεσταλμένων ανθρώπων του αναγνώστη και του συγγραφέα. Ξενερώνω τόσο πολύ με τον ακκισμό και παίρνω τις αποφάσεις μου. Οταν βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο η πρώτη μου κίνηση θα είναι να κοιτάζω στις τελευταίες σελίδες. Θα επιλέγω όσα βιβλία δεν έχουν πρόθεση να ικανοποιήσουν κανέναν παρά μόνο έναν, τον αναγνώστη.
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας, ζει στο Λονδίνο και αυτή την περίοδο κάνει διακοπές στην Ελλάδα.