Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ εμφανίζεται σε ένα σκηνικό-διασταύρωση εφηβικού game και promo υπερπολυτελούς resort – αλλά με τέλεια γραφικά. Χειρονομώντας σαν ηθοποιός μέτριας σχολικής παράστασης, λέει κάτι για τη σημασία της ανθρώπινης επαφής κι αμέσως μετά μετατρέπεται στο ψηφιακό του ανδρείκελο (άβαταρ), που δείχνει πιο ανθρώπινο από ό,τι ο ίδιος. Είναι η συνοπτική αναγγελία της νέας επένδυσης του Facebook, που λαβωμένο από τη δυσμενή εις βάρος του δημοσιότητα βρήκε μια διέξοδο φυγής. Πού; Στο «μετασύμπαν» (metaverse), την εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα, όπου οι άνθρωποι θα επικοινωνούν μέσω του άβατάρ τους σε εικονικούς χώρους εργασίας, εκπαίδευσης ή ψυχαγωγίας.
Προϊόν τεχνητής νοημοσύνης, το «μετασύμπαν» υπόσχεται πολλά: οι άνθρωποι θα μπορούν να (συν)εργάζονται και να μεταφέρονται στον χώρο και στον χρόνο, συρρικνώνοντας την ανάγκη φυσικής μετακίνησης (και το ανθρακικό της αποτύπωμα), διαστέλλοντας τις δυνατότητες μάθησης μέσω ψυχαγωγίας και ολιστικής ψηφιακής εμπειρίας.
Οι αντιδράσεις στην τεχνολογία συγκεντρώνονται συνήθως σε δύο πόλους. Στον ένα πόλο, οι τεχνοφοβικοί, βλέπουν με εγγενή καχυποψία κάθε καινοτομία και αλλαγή που ταρακουνάει εδραιωμένες συνήθειες και βεβαιότητές τους. Στον άλλο πόλο, οι τεχνοεκστατικοί, σκλάβοι του υλικού πολιτισμού, έτοιμοι να παραλύσουν από θαυμασμό στο νέο μοντέλο, στην κάθε περιττή επίδειξη τεχνολογικής ματαιοδοξίας, έτοιμοι να ταυτίσουν αδιακρίτως την καινοτομία με την πρόοδο. Αν οι πρώτοι αρνούνται να ξανοιχτούν στο άγνωστο και διαφορετικό, οι δεύτεροι αδυνατούν να δουν τη μεγάλη εικόνα των ευρύτερων κοινωνικών συνεπειών.
Το «μετασύμπαν» θα είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση φυγής από την πραγματικότητα. Πιο απορροφητική από την εισαγωγή της τηλεόρασης, πιο εθιστική από ναρκωτικά. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έτσι λειτουργεί η ψυχαγωγία. Εδώ όμως μιλάμε για την ισχύ της τεχνητής νοημοσύνης, μια δύναμη δυνητικά αχαλίνωτη, που ξεφεύγει από οτιδήποτε έχει ποτέ εργαλειοποιήσει η ανθρώπινη επινοητικότητα.
Δεν θα ανακυκλώσω τα βάσιμα ηθικά διλήμματα και τις εύλογες ανησυχίες για τα όρια της τεχνητής νοημοσύνης. Θα επικεντρωθώ όμως σε ένα: Η εισαγωγή ενός παράλληλου εικονικού «μετασύμπαντος», το οποίο θα συγχωνεύει εργασία, ψυχαγωγία και κοινωνικές σχέσεις όσων διαθέτουν την τεχνολογική δυνατότητα να καταφεύγουν σε αυτό, κουβαλάει μια δυστοπική αύρα, εάν τη συνδέσει κανείς με την παρούσα ιστορική συγκυρία.
Ζούμε την κορύφωση της διεθνούς αλλη- λεξάρτησης, που επιβάλλει παγκόσμια συλλογική δράση.
Την εβδομάδα που πέρασε, όλες σχεδόν οι χώρες του πλανήτη εκπροσωπήθηκαν στη Γλασκώβη, στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα. Ομως (με την εξαίρεση της Ε.Ε.) η έως τώρα πρόοδος είναι βραδύτερη από τον ρυθμό με τον οποίο λιώνουν τα παγόβουνα. Από τους δύο μεγαλύτερους παγκόσμιους παραγωγούς αερίων θερμοκηπίου, η Κίνα απουσίαζε και η Αμερική θα αντιμετωπίσει τεράστια δυσκολία να περάσει οποιαδήποτε συμφωνία του προέδρου Μπάιντεν από το βαθύτατα δυσλειτουργικό Κογκρέσο της.
Ζούμε την κορύφωση της διεθνούς αλληλεξάρτησης, που επιβάλλει παγκόσμια συλλογική δράση. Αυτή όμως εμποδίζεται από το πάγιο πρόβλημα των λαθρεπιβατών, χωρών (κοινωνιών) που θέλουν τα πλεονεκτήματα της σωτηρίας του πλανήτη χωρίς να καταβάλουν το τίμημα που τους αναλογεί. Τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας (και των κοινωνιών) έχουν δομή προβλήματος του λαθρεπιβάτη (free rider). Ετσι επίσης με τους παγκόσμιους επιχειρηματικούς κολοσσούς, που μέσα από πιέσεις στις κυβερνήσεις συντηρούν τους φορολογικούς παραδείσους που τους επιτρέπουν να καταβάλλουν ελάχιστους φόρους.
Μεγάλο πρόβλημα στις προηγμένες δημοκρατίες είναι ότι συμπαγή τμήματά τους (που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου) αποκόπτονται από την υπόλοιπη κοινωνία και από οποιαδήποτε αίσθηση ευθύνης γι’ αυτήν. Δεν χρησιμοποιούν τις κοινωνικές υπηρεσίες, αποφεύγουν και να φορολογούνται. Πολλοί δισεκατομμυριούχοι στις ΗΠΑ ξεχνούν ότι η επιτυχία και ο πλούτος τους οφείλονται σε δημόσια αγαθά – υποδομές, εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη, την ίδια την παγκόσμια ισχύ της χώρας από την οποία επωφελούνται. Ξεχνούν επίσης ότι πολλά από τα τεχνολογικά επιτεύγματα στα οποία έχτισαν τις δικές τους καινοτομίες (όπως το ίδιο το Διαδίκτυο) χρηματοδοτήθηκαν με δημόσιους πόρους.
Εάν το «μετασύμπαν» της εξόδου από την πραγματικότητα καταλήξει να αφορά τα πιο προνομιούχα στρώματα του πλανήτη, θα διευρύνει την ήδη τεράστια απόστασή τους από τον υπόλοιπο κοινωνικό κορμό και όσους μένουν πίσω. Τότε θα επιτείνει ακόμη περισσότερο τον κατακερματισμό των κοινωνιών μας σε αυθύπαρκτες φούσκες ιδιοτελούς αυτάρκειας, διαρρηγνύοντας την αίσθηση του δημόσιου χώρου γύρω από τον οποίο συγκροτούνται οι δημοκρατίες, και θολώνοντας τον κοινό ορίζοντα προς τον οποίο τα έθνη προοδεύουν – ή, εν τη απουσία του, παρακμάζουν.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.