Η πραγματική ζωή είναι πάντα η σοβαρότερη δοκιμασία για τις θρησκείες. Οσο ισχυρό όπλο κι αν είναι ο μεταφυσικός φόβος, όσο δελεαστικές κι αν ακούγονται οι επαγγελίες για μεταθανάτιες ανταμοιβές, δύσκολα συγκρατούν ατραυμάτιστο το ποίμνιο, με αράγιστη πίστη, όταν το μυαλό δουλεύει με κριτήριο τον μικρό παροντικό χρόνο και όχι τον ασάλευτο αιώνιο. Και πανέμορφη να ζωγραφίζεται η αιωνιότητα, είναι ασήμαντη μπροστά στον πραγματικό βίο μας, που μοιάζει τραγικά αστείος, είναι όμως ο μόνος που έχουμε και ο μόνος για τον οποίο κάτι γνωρίζουμε.
Η πανδημία έφερε όλες τις θρησκείες στα όριά τους: τον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό, τον ισλαμισμό, τον ινδουισμό, στις ποικίλες δογματικές εκδοχές τους. Ζόρισε και τα ιερατεία και τους πιστούς. Και ίσως είναι η πρώτη φορά που καλούνται να απαντήσουν ταυτόχρονα όλες στο ίδιο ερώτημα, ελισσόμενες στις ίδιες πιεστικές συνθήκες. Το ερώτημα «υπάρχει Θεός με την πανδημία;» είναι οικουμενικό, αφού το ίδιο βάσανο απασχολεί όλους τους γήινους, η ίδια απογοήτευση τους κυρίεψε, η ίδια αίσθηση μοναξιάς. Αντίθετα, το μεταπολεμικό ερώτημα «υπάρχει Θεός μετά το Αουσβιτς;» δεν αφορούσε την υφήλιο αλλά μόνο τον χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό: τους χριστιανούς, που είδαν ομόπιστούς τους να καταντούν ατιμωρητί αγκυλωτό τον σταυρό, ένα φονικότατο όπλο, και τους Εβραίους, που ένιωσαν εγκαταλειμμένοι στην τραγική μοίρα τους από τον Αδοναϊ, τον Θεό-προστάτη τους. Για τους σιντοϊστές και τους βουδιστές της Ιαπωνίας το ερώτημα διέφερε: «Υπάρχει Θεός μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι;» Σ’ αυτή τη μορφή, ελάχιστους ενδιέφερε στην παράταξη των νικητών Συμμάχων.
Τον πρώτο καιρό της κοβιντικής δεσποτείας, τα καθοδηγητικά επιτελεία των θρησκειών έδειχναν να έχουν καταλήξει στην ίδια στάση, χωρίς πάντως να πιθανολογείται συνεννόησή τους: Αρνήθηκαν είτε την ύπαρξη προβλήματος είτε τη σοβαρότητά του. Και πάντως δεν φάνηκε να φοβούνται για την υγεία των ακολούθων τους, διότι την εξασφάλιζε η πίστη, ασπίδα άτρωτη.
Οταν όμως ο κορωνοϊός αποδείχτηκε εξαιρετικά απειλητικός και τα θύματά του πλήθαιναν με εφιαλτική ταχύτητα, οι πλέον πραγματιστές (ή οι πλέον φρόνιμοι) των ιερατείων συνέκλιναν σε ένα δόγμα που σίγουρα αντίστοιχό του συναντούμε σε κάθε εποχή και κάθε τόπο ή γλώσσα: «συν Αθηνά και χείρα κίνει», ή, εκσυγχρονισμένο, «Αϊ-Γιώργη, βόηθα με. – Βάλε κι εσύ το χέρι σου».
Η πολιτική εξουσία σε Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ρωσία, Ουκρανία έχει ήδη αποφοιτήσει με άριστα από τη Μεγάλη Σχολή του Θρησκειολαϊκισμού.
Κρίθηκε δηλαδή ότι η καταφυγή στην επιστήμη, την ιατρική, δεν συνιστά απεμπόληση της πίστης ή υπονόμευσή της. Αυτή την αναγκαστική φρονιμάδα ενός (μικρού) τμήματος του ιερατείου όμως, οι φονταμενταλιστές κάθε θρησκείας την είδαν σαν ήττα του Θεού τους. Επιπλέον εμφανίζονταν σίγουροι πως η Υπόθεση Κόβιντ ήταν μια σκευωρία των αλλοπίστων – οι μουσουλμάνοι ενοχοποιούσαν τους χριστιανούς, οι δε χριστιανοί τους Εβραίους. Τα ποικίλα ποίμνια βρέθηκαν αντιμέτωπα με το ίδιο δίλημμα: «Μάσκα ή πίστη;» «Τήρηση αποστάσεων ή πίστη;» «Αντισηπτικό ή πίστη;» Και ενόσω οι επιστήμονες μάτωναν το μυαλό τους για να βρουν όπλα εναντίον ενός ιού με εξαιρετική επιβιωτική ευστροφία, απόδειξη οι μεταλλάξεις του, οι υπερορθόδοξοι των θρησκειών, αντάρτες πια, διεύρυναν συνεχώς την επιρροή τους.
Πετούσαν επιδεικτικά τη μάσκα, συνωστίζονταν στους χώρους λατρείας, καταδίκαζαν σαν ολιγόπιστους όσους έπαιρναν στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης και τους εκβίαζαν, λέγοντάς τους πως έτσι χάνουν τον (όποιο) παράδεισο. Οσους δε έκαναν το απονενοημένο διάβημα να δηλώνουν την απορία τους για την απουσία του Θεού και σε αυτή την τραγωδία των πλασμάτων του, τους εκσφενδόνιζαν από τώρα στη γέεννα του πυρός, να μάθουν. Διότι γι’ αυτούς ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης ενός Αχανούς Φρονηματιστηρίου, όπου ο φρονηματισμός προάγεται αποκλειστικά διά της τιμωρίας και του θανάτου, η μαζικότητα του οποίου δεν του στερεί τον εξατομικευμένο χαρακτήρα του: άνθρωποι πεθαίνουν, όχι αριθμοί. «Γιατί πεθαίνουμε, πάτερ, ραβίνε, ιμάμη, γκουρού μου;» – «Μας τιμωρεί ο Θεός για να βάλουμε μυαλό και να πάψουμε να αμαρτάνουμε». Κάπως έτσι «εξηγούνται» τα πάντα, η άλωση της Πόλης λ.χ., οι διωγμοί κατά των Εβραίων, η μετάλλαξη δέλτα στην Ινδία κ.ο.κ.
Τα όσα έχουν συμβεί στην Ελλάδα και στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που ασπάζονται το ορθόδοξο δόγμα, πιστοποίησαν δυστυχώς ότι η Ορθοδοξία κυριαρχείται από συντηρητικούς, αν όχι σκοταδιστές. Ο σκληρός πυρήνας των αρνητών, της μάσκας στην αρχή, του εμβολίου κατόπιν ή και της ίδιας της ύπαρξης του ιού, επηρεάζεται από κληρικούς κάθε βαθμίδας που είναι βέβαιοι ότι, εφόσον «η πίστις σώζει», ο καλός χριστιανός οφείλει να μη φοράει μάσκα, να μη χρησιμοποιεί αντισηπτικό, να μην κάνει εμβόλιο, διότι είναι εμπλουτισμένο με τσιπάκια και ύλη νεκρών εμβρύων. Οφείλει να γίνει μάρτυρας. Το 2021.
Ο καλός χριστιανός, λοιπόν, στο χωριό ή στη γειτονιά του, δεν θέλει να εκτεθεί στα μάτια των γνωρίμων του σαν ολιγόπιστος. Δεν θέλει να ντρέπεται τον παπά του, κι ας αναθέτει αυτός στο πετραχήλι του τη φτηνή δουλειά του συναισθηματικού εκβιασμού. Αφήστε που βλέπουν όλοι στην τηλεόραση επιστήμονες ανθρώπους να λένε πως η μεταλαβιά είναι ακίνδυνη. Ή άλλα προσώπατα, κοτζάμ υπουργούς, να φιλάνε «σχολαστικά, πολύ σχολαστικά» (και κυρίως τηλεοπτικά, πολύ τηλεοπτικά) τη μια ή την άλλη δεσποτική χείρα ή να κοινωνούν με φωτογενή φαρισαϊσμό. Και βουλευτές να μην κάνουν το εμβόλιό τους «επειδή τους το απαγορεύει ο πνευματικός τους».
Γι’ αυτό και η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Ρωσία, η Ουκρανία συγκαταλέγονται στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού. Αρνητές θρησκευτικού προσανατολισμού υπάρχουν και σε άλλες χώρες φυσικά, δυστυχώς όμως η Ορθοδοξία, τουλάχιστον στην Ευρώπη, αποδεικνύεται ανορθολογικότερη των άλλων δογμάτων και φανατικότερη. Η δε πολιτική εξουσία των χωρών αυτών έχει ήδη αποφοιτήσει με άριστα από τη Μεγάλη Σχολή του Θρησκειολαϊκισμού. Με την ελληνική κυβέρνηση ανάμεσά τους, ν’ ακούει π.χ. των Θεοφανίων την Ιερά Σύνοδο να διαλαλεί ότι «οι εκκλησίες θα είναι ανοιχτές και η κυβέρνηση ας κάνει ό,τι θέλει», κι αυτή να κάνει ότι δεν ακούει. «Από σεβασμό στην παράδοση»…
Με τραγικούς τους αριθμούς θυμάτων και κρουσμάτων, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου το μπλοκ των αντιεμβολιαστών εμφανίζεται ισχυρότερο, σχεδόν ταυτόσημο με το μπλοκ των μακεδονομάχων, και με το ΕΣΥ εξουθενωμένο και αβοήθητο, η κυβέρνηση, εκτός που συγχωνεύει σχολικές τάξεις και συρρικνώνει την πρωτοβάθμια υγεία (βάσει του δόγματος «εμείς αποφασίζουμε, η επιτροπή απλώς προτείνει»), δεν θέτει κανέναν φραγμό στον εκκλησιασμό. Διότι η μεν πίστις σώζει, οι δε πιστοί ψηφίζουν. Η στάση αυτή πριμοδοτεί τους αντιεμβολιαστές, αλλά αυτό δεν απασχολεί την κυβέρνηση. Ηδη άλλωστε ο μεν κ. Γεωργιάδης ανέλαβε τη θεολογική συνηγορία, δίκην τριτοκλασάτου πνευματικού, τα δε πρωθυπουργολατρικά θυμιατήρια ανέλαβαν να παραστήσουν σαν ορθολογική μιαν απόφαση ανορθολογικότατα θρησκειολαϊκιστική.