Θα συζητάμε, νομίζω, για πολύν καιρό το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ενα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974» – βιβλίο με τεκμηριωμένο το ιστορικό υλικό που κομίζει και γόνιμο για τα ερωτήματα που γεννάει. Η κυρίως πρόκληση, νομίζω, είναι να κρίνουμε – ερμηνεύσουμε όχι απλώς συμπεριφορές, αλλά τα κίνητρα και τη συλλογική αυτοσυνειδησία που οι συμπεριφορές απηχούν.
Με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών έφερε στο φως τη δυσδιάκριτη σχιζοείδεια που χαρακτηρίζει τον ελλαδικό κρατικό βίο, από τα πρώτα βήματα εκσυγχρονισμού – εξευρωπαϊσμού του. Προσπάθησε το ελλαδικό κρατίδιο να γίνει κράτος «ευρωπαϊκό» παραμένοντας ελληνώνυμο και «παντρεύοντας» δυόμισι χιλιάδες χρόνια ιστορίας του με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Το συνταίριασμα αποδείχνεται (δυο αιώνες τώρα) ανέφικτο, ο κοινωνιοκεντρικός πολιτισμός των Ελλήνων είναι αδύνατο να συνταιριάξει με τον ατομοκεντρισμό της Δύσης, αδύνατο να συμπέσει η δημοκρατία με την res publica.
Οι αξιωματικοί, που ιδιοποιήθηκαν αυθαίρετα την εξουσία στις 21 Απριλίου του 1967, επικαλέστηκαν τον κίνδυνο που διέτρεχε η Ελλάδα, αν αφηνόταν να κυβερνηθεί από τους «κομμουνιστές» της μαρξιστικής Αριστεράς. Γιατί ήταν «κίνδυνος» τότε η Αριστερά; Επειδή στην Ελλάδα είχε ταυτιστεί με τα φρικώδη εγκλήματα της Ζαχαριαδικής ανταρσίας. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί επέβαλαν στο αφελληνισμένο πολιτικά κρατίδιο την τυπικά δυτική διαμάχη: εθνικισμός – διεθνισμός, ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής – ακτήμονες προλετάριοι.
Δεν ξέρω αν είχε ποτέ συζητηθεί στο ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου κάποια ελληνική αντιπρόταση στον Ιστορικό Υλισμό που παγιδεύει στη Δύση κάθε πολιτικό προβληματισμό. Οι διπολικές αντιθέσεις Δεξιά – Αριστερά, καπιταλιστές – προλετάριοι, ελεγχόμενες αγορές – ελευθερία κεφαλαίου, επιβλήθηκαν στανικά στην εκφραστική των Ελλήνων, χωρίς να προκύπτουν από την εμπειρία τους.
Στα σχολειά η Ελλάδα αυτοχειριάζεται.
Από μιμητική φιλοδοξία εγκυρότητας «αναγκαστής κατά πάντων» (για να δοθεί κύρος στον επαρχιωτικό μιμητισμό) ελληνικές λέξεις, γεννημένες από ριζικά διαφορετικές εμπειρίες, μεταφέρθηκαν αυθαίρετα στο λεξιλόγιο που δημιουργήθηκε στη νεωτερική Δύση, για να σημάνει την εκεί εμπειρία της «πάλης των τάξεων»: «Προοδευτικοί» και «φιλελεύθεροι», «συντηρητικοί» και «ριζοσπάστες», «ελεύθερη αγορά» και «ελευθεροτυπία» υπηρετούν την παραπλάνηση και εξαπάτηση των μαζών. Υιοθετήθηκαν, όμως, και από τον κρατικό φορέα της ελληνικής παράδοσης, το καταχρεωμένο σε αλλοδαπούς δανειστές ελλαδικό κρατίδιο, με κωμική καύχηση «εκσυγχρονισμού».
Οι πρωταίτιοι της δικτατορίας του 1967 είχαν τη νοο-τροπία και ακολούθησαν τις πρακτικές κάθε ανάλογου «εθνικιστικού» μορφώματος στο ευρωπαϊκό (ή και διεθνές) πεδίο. Ηταν, η δικτατορία του 1967-1974, τυπικό προϊόν και δείγμα δυτικογενούς εθνικισμού, αγνοούσε το «νόημα» και το βιωματικό φορτίο του ελληνικού πατριωτισμού. Ο δάνειος εθνικισμός των συνταγματαρχών είχε εχθρό και αντίπαλο τον επίσης εξωγενή μαρξισμό – κομμουνισμό, απηχούσε μια διαμάχη (ακτημόνων – κεφαλαιοκρατών) που στην Ελλάδα ήταν επείσακτη και ιστορικά άσαρκη, τη μιμηθήκαμε πιθηκίζοντας τους Ευρωπαίους. Είχαμε πληρώσει τη μίμηση με έναν αιματηρό εμφύλιο, προσθέσαμε στο τίμημα και μια δικτατορία.
Για κάποιες δεκαετίες οι μελετητές ή και υπέρμαχοι του «κοινοτισμού» στην Ελλάδα (Κωνσταντίνος Καραβίδας, Νικόλαος Μοσχοβάκης, Νικόλαος Πανταζόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κώστας Βεργόπουλος) μάχονταν για να καταδείξουν ότι η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα σάρκωνε τη συνέχεια της αρχαίας «πόλεως» και την οργανική της προέκταση στην ενορία – εκκλησία. Δεν ήταν ένα μουσειακό είδος ο κοινοτισμός, ήταν μια βιωμένη εμπειρία, που απηχούσε την ελληνικότητα όχι ως «εθνικό» ιδεολόγημα, αλλά ως ζωντανή και γόνιμη διάρκεια του «κατ’ αλήθειαν» βίου της «πόλεως».
Είναι ένα εξαιρετικά θλιβερό γεγονός, απώλεια σε πανανθρώπινη κλίμακα, η άλωση του κοινωνιοκεντρικού πολιτισμού των Ελλήνων από τον ατομοκεντρισμό της Δύσης. Οι αφελείς και ημι-εγγράμματοι κινηματίες του 1967 νόμιζαν ότι υπηρετούν τον Ελληνισμό και τον πολιτισμό του επιβάλλοντας στανικά την πιο διεστραμμένη εκδοχή της ρητορικής ελληνικότητας που είχαν χρησιμοποιήσει στη Δύση οι αφελέστεροι και πλέον μικρονοϊκοί «θαυμαστές» του. Η νομική κατασφάλιση «ατομικών δικαιωμάτων» καταργεί τη συναρπαστική απροσδιοριστία του κατορθώματος της «φιλίας», η αλήθεια δεν είναι γνώση «αναγκαστή κατά πάντων», αλλά το προϊόν του αθλήματος μετοχής στις «κατά λόγον» (αρμονία και κοσμιότητα) σχέσεις της πόλεως – πολιτικής τέχνης και επιστήμης.
Το πιο οδυνηρό: Με τη δικτατορία της επταετίας, 1967-1974, η σύγχυση εννοιών και οπτικής στο ελληνόφωνο κρατικό απολειφάδι κυριάρχησε ολοκληρωτικά. Οι «εκπαιδευτικές» μεταρρυθμίσεις, από το 1974 έως σήμερα, κατόρθωσαν τέτοια ρήξη της ελληνικής συνέχειας και τέτοιον αφελληνισμό των Ελληνωνύμων, που ούτε οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να ονειρευτούν.