Ο μέγας κίνδυνος που παραμονεύει στην Ιστοριογραφία είναι οι σκοπιμότητες. Ακόμα και οι πιο κοινωφελείς («ιερές») υπονομεύουν ή και μηδενίζουν τους όρους-όρια και τους στόχους της «τίμιας» Ιστοριογραφίας. Χαρακτηρίζουμε «τίμια» την Ιστοριογραφία που είναι αλώβητη από παραχωρήσεις σε ιδιοτελείς (ατομικές ή συλλογικές) σκοπιμότητες.
Ποιους στόχους έχει η τίμια Ιστοριογραφία; Να διασώζει την πιστοποίηση (και τη μνήμη) των γεγονότων, με απροκατάληπτη την κρίση-αξιολόγησή τους. Να αποκλείει τις σκοπιμότητες συλλογικής ή ατομικής ιδιοτέλειας. Το άθλημα της αλήθειας γίνεται εξαιρετικά επίπονο στην περίπτωση της Ιστοριογραφίας, επειδή η Ιστορία αφορά πάντοτε στην υπαρκτική ταυτότητα του υποκειμένου και αυτή την ταυτότητα τη λυμαίνονται η ανασφάλεια και ο ναρκισσισμός.
Η λαϊκή σοφία («κοινός λόγος» – κοινωνούμενη εμπειρία), όταν εκφράζεται, έχει τη βεβαιότητα της απόφανσης. Αποφαίνεται λοιπόν η λαϊκή σοφία ότι «την Ιστορία τη γράφει ο νικητής» – τα γεγονότα καταγράφονται και γνωστοποιούνται έτσι όπως θέλει ο νικητής, η δική του εκδοχή και οπτική διαιωνίζεται ως Ιστορία. Βέβαια, ο ανθρώπινος λόγος (μαρτυρία, πιστοποίηση, ερμηνεία) δεν μπορεί ποτέ να τιθασευθεί ολοκληρωτικά, κατατίθεται με εμπιστοσύνη στη βλαστική δύναμη του σπόρου, που πέφτει στη γη και σιωπηρά «βλαστάνει και μηκύνεται» – «αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί». Η φανέρωση (φωτισμός) της αλήθειας θέλει υπομονή και μεγαλοψυχία.
Εμείς, οι Ελλαδίτες Ελληνες, γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε μαθαίνοντας στα σχολειά μας την Ιστορία, όχι μέσα από τις μαρτυρίες των αγωνιστών του πολέμου για την ελευθερία προγόνων μας, αλλά από βιβλία και προγράμματα πειθαρχημένα στο δόγμα ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές». Και στον δικό μας «πόλεμο της ανεξαρτησίας», όπως βολικά ονομάστηκε, νικητές ήταν οι επήλυδες στην Ευρώπη, Φράγκοι, Ούννοι, Γότθοι, Σάξονες – «Μεγάλες Δυνάμεις», όλοι αυτοί σε μιαν ήπειρο όπου βρίσκονταν ως εισβολείς, όχι αυτόχθονες, με κατάφωρο και διαβόητο το ζηλότυπο μένος τους για τον χριστιανικό Ελληνισμό της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι εισβολείς και σφετεριστές της ευρωπαϊκής συνέχειας «εγγυήθηκαν» στον 19ο αιώνα την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού.
Ο διαβόητος Νεοκλασικισμός επιλέχθηκε ως καταλύτης, για να πεισθούν οι λαοί ότι η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα είναι ο αυτονόητος διαχειριστής-συνεχιστής της Αρχαιοκλασικής Ελλάδας. Και ο βαυαρός βασιλιάς ήταν η εγγύηση του τέλους της πολιτισμικής ελληνικότητας (κοινοτικής διακυβέρνησης, εκπαιδευτικών θεσμών, νομοθετικού συστήματος, λειτουργίας της αγοράς, ακόμα και της ζωντανής γλώσσας των τότε κοινωνιών).
Ξέρουμε πια αυτή η ανάγκη «εγγυήσεων» τυφλής υποταγής στον μονόδρομο του «εξευρωπαϊσμού» ποιες εφιαλτικές ακρότητες γέννησε. Πώς και γιατί η Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» λειτούργησε ως παγίδα για τον οριστικό αποκλεισμό έστω και του παραμικρού ενδεχομένου να επιβιώσει ο εφιάλτης της Δύσης, «βυζαντινός» πολιτισμός της Ρωμιοσύνης.
Η «ελληνοφοβία» της Δύσης είναι, σήμερα πια, ένα κατεστημένο εμμονικό αυτονόητο. Το ελληνώνυμο «εθνικό κράτος» είναι, πολιτικά-στρατηγικά, απόλυτα υποταγμένο στη Δύση, φέουδο, κυριολεκτικά, των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Δεν υπάρχει περιθώριο αυτενέργειας, πρωτοβουλίας, πρωτοτυπίας, ιδιοτυπίας, καινοτομίας –κάθε παραμικρή πτυχή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής βεβαιώνει πειθαρχημένη συμμόρφωση σε δεδομένη ή αυτονόητη ντιρεχτίβα. Οποιαδήποτε έκφραση ελευθερίας από τις απόλυτες οικονομικές προτεραιότητες και προδιαγραφές είναι αδιανόητη ή λησμονημένη ως ενδεχόμενο.
Κάποτε η ανθρωπότητα φοβόταν τον ολοκληρωτισμό: τη μονοδιάστατη «πληροφόρηση», την «πλύση εγκεφάλου» με την υποταγή της είδησης στην προπαγάνδα, της διαφήμισης στον ψυχολογικό εκβιασμό, της ιδεολογίας στο μονοδιάστατο πείσμα, της ψυχαγωγίας στη χυδαιότητα. Σήμερα πια ο ολοκληρωτισμός είναι το αφιόνι που μας «φτιάχνει», είμαστε ευφραντικά εξαρτημένοι, αποδιοργανωνόμαστε οδυνηρά αν στερηθούμε την ψευτιά που μας κολακεύει, την ανελευθερία που μας «προστατεύει».
Το μεγαλύτερο μέρος κάθε τηλεοπτικού Δελτίου Ειδήσεων υπηρετεί με συνέπεια την παγκοσμιοποιημένη (σε κοινή συσκευασία εικόνων) πληροφόρηση. Εμμεσα, ίσως και αθέλητα, ο παθητικός δέκτης της «πληροφόρησης» αφομοιώνει την αίσθηση ότι ο πλανήτης γη είναι ένα μεγάλο χωριό. Οι πρόκριτοι του «μεγάλου χωριού» τού είναι περισσότερο οικείοι (εικονικά, παραστατικά) από τις «δημοτικές αρχές» ή τον «περιφερειάρχη», που αποφασίζουν για τα ουσιώδη της ατομικής του υπαρκτής ασημαντότητας, στη συνοικία ή στον «δήμο» όπου κατοικεί.
Ισως σε λίγα χρόνια (ή και συντομότερα) ο καθένας μας, αυτονόητα, δεν θα δηλώνει «ιθαγένεια», ιστορική καταγωγή, κρατική υπηκοότητα. Θα δηλώνει μόνο το ραδιοτηλεοπτικό κανάλι που παρακολουθεί.