Στην Ουκρανία τον τελευταίο καιρό εκτυλίσσεται ένα πολιτικοστρατιωτικό θρίλερ, το οποίο ενδέχεται να διαταράξει τις ισορροπίες και να έχει μακροχρόνιες συνέπειες στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Eνας παράγοντας που επηρεάζεται, αλλά και επηρεάζει, την κατάσταση αυτή είναι η δυναμική ισορροπία των σχέσεων της Τουρκίας με τη Ρωσία και τη Δύση. Αυτή επηρεάζει άμεσα αλλά και εξ αντανακλάσεως και τη χώρα μας. Για να κατανοήσουμε τη δυναμική αυτή και τις επιπτώσεις της, πρέπει να εξετάσουμε ολιστικά τη φύση των τουρκο-ρωσικών σχέσεων μέσα από το πρίσμα της στρατηγικής των χωρών αυτών.
Παρότι η Τουρκία και η Ρωσία θεωρούνται ιστορικοί ανταγωνιστές, οι σχέσεις τους είναι πολύ πιο σύνθετες, τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Λένιν στήριξε πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά τον Κεμάλ. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, παρότι σε αντίπαλα στρατόπεδα, η Τουρκία ήταν η χώρα που ελάμβανε τη μεγαλύτερη σοβιετική βοήθεια, εκτός Συμφώνου Βαρσοβίας. Από το 2016 και μετά όμως η σχέση εξελίχθηκε σχεδόν σε συμβιωτική, με τη συντονισμένη παρουσία των δύο χωρών σε όλα τα μέτωπα, από τη Συρία στη Λιβύη, από τον Καύκασο στο Μάλι. Αν και φαινομενικά βρίσκονται συχνά σε αντίθετες πλευρές, ο συγχρονισμός τους είναι εντυπωσιακός και θυμίζει τις κινήσεις, «pas de deux», ενός ντουέτου στο μπαλέτο.
Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι δύο χώρες επωφελήθηκαν του γεωπολιτικού κενού που άφησαν η υποχώρηση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ και η ευρωπαϊκή αδυναμία, για να αυξήσουν την επιρροή τους και να εδραιώσουν την παρουσία τους στην περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και υποσαχάριας Αφρικής. Παρόλο που τα συμφέροντά τους δεν είναι πάντοτε κοινά, η στρατηγική τους ευθυγραμμίζεται και το κοινό όφελος τού να παραγκωνίσουν τη Δύση, διαμοιράζοντας μεταξύ τους και στη βάση της σχετικής τους ισχύος την επιρροή τους στις περιοχές αυτές, υπερκαλύπτει τις όποιες διαφορές. Οι δύο χώρες διάκεινται αρνητικά προς μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη, που διέπεται από κανόνες δικαίου, γιατί τις περιορίζει.
Γενικότερα υπάρχει μια ομοιότητα τόσο στον αυταρχισμό των πολιτικών τους συστημάτων στο εσωτερικό, όσο και στην επιθετικότητα των διεθνών τους σχέσεων. Η φυλάκιση του Ναβάλνι στη Ρωσία δεν διαφέρει από την αντίστοιχη του Καβαλά στην Τουρκία. Εχουν και οι δύο χώρες στρατιωτικοποιήσει την εξωτερική τους πολιτική. Δεν διστάζουν να εισβάλλουν σε γειτονικές χώρες δημιουργώντας υποτελείς οντότητες (Ντόνετσκ, Αμπχαζία, Βόρεια Συρία), διεξάγουν υβριδικούς πολέμους και ασκούν πειθαναγκασμό στις χώρες που τους αντιστέκονται. Η συμμετρία είναι εντυπωσιακή. Η Ρωσία απαιτεί την απόσυρση των νατοϊκών όπλων και η Τουρκία την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η Ρωσία απειλεί με πόλεμο στην περίπτωση προσχώρησης Ουκρανίας και Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, και η Τουρκία στην περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα.
Ετσι, οι δυο τους στη Συρία παραμέρισαν τη Δύση μέσω της «Διαδικασίας της Αστάνα», ενώ κατάφεραν τη σχεδόν ολική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων. Η μεν Ρωσία διασώζοντας το καθεστώς Ασαντ εδραίωσε την παρουσία της στη χώρα, η δε Τουρκία κατέλαβε περιοχές στη βόρεια Συρία, κάνοντας εθνοκάθαρση και εκτοπίζοντας τους κουρδικούς πληθυσμούς από τα σύνορά της. Η αποδυνάμωση των ελεγχόμενων από τους Κούρδους «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων», που ήταν ο μόνος ενεργός σύμμαχος των Δυτικών, ευνόησε αντικειμενικά το Ισλαμικό Κράτος. Στη Λιβύη, η παρουσία των μισθοφόρων της μιας χώρας «νομιμοποιεί» την αντίστοιχη της άλλης. Ρωσία και Τουρκία έχουν αγκιστρωθεί για τα καλά διατηρώντας τη δυνατότητα να υπονομεύσουν οποιαδήποτε λύση δεν είναι προς το συμφέρον τους. Η διατήρηση της παρούσας κατάστασης εξυπηρετεί και τις δύο και ας είναι προβληματική για την Ευρώπη. Στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ έβαλαν στο περιθώριο την «Ομάδα Επαφής Μινσκ» ελαχιστοποιώντας έτσι κάθε δυτική επιρροή. Στο Μάλι, η πολιτική και θρησκευτική διείσδυση της Τουρκίας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ρωσικής ομάδας Wagner συντείνουν στην αποχώρηση της Γαλλίας και της Ευρώπης.
Τα κοινά τους συμφέροντα δεν περιορίζονται στην απομείωση της δυτικής επιρροής. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η αντίθεσή τους στη στρατηγική ενοποίηση της Ε.Ε. (προτιμούν να συναλλάσσονται με τα κράτη-μέλη ξεχωριστά), καθώς και η κοινή τους αντίθεση στον Eastern Mediterranean Gas Forum (EMGF), γιατί θέλουν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από αγωγούς που διέρχονται από το έδαφός τους.
Αν και φαινομενικά βρίσκονται συχνά σε αντίθετες πλευρές, ο συγχρονισμός τους είναι εντυπωσιακός.
Με την πώληση των S-400 στην Τουρκία, η Ρωσία κατάφερε να διεμβολίσει τη Δύση και να δημιουργήσει ρήγμα στο ΝΑΤΟ. Τα στρατηγικά οφέλη που αποκομίζει είναι πολλά και σημαντικά, γι’ αυτό και ανέχεται κάποιες κινήσεις της Τουρκίας που την ενοχλούν. Αν απαιτηθεί, άλλωστε, έχει «μοχλούς πιέσεως» για να την επαναφέρει στην τάξη.
Στην Τουρκία, η ιθύνουσα πολιτική τάξη αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις μέσα από μια συναλλακτική λογική. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το διεθνές σύστημα είναι πλέον «μετα-δυτικό» και πολυπολικό, και αυτό τους παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και περιθώριο ελιγμών. Από αυτή την άποψη, τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται καλύτερα από την ανάδειξη της Τουρκίας σε ρόλο γεωπολιτικού εξισορροπιστή των μεγάλων δυνάμεων. Επιδιώκει δηλαδή η Τουρκία να αναδειχθεί σε «διαπεριφερειακή» δύναμη που θα συντάσσεται κατά περίπτωση με όποιον της προσφέρει περισσότερα. Σκοπός της είναι να ανακτήσει τον ιστορικό της ρόλο του ρυθμιστή της περιφερειακής τάξης και του κρίσιμου διαμεσολαβητή. Οσο αυξάνεται η ισχύς της αυξάνονται και η διαπραγματευτική της θέση και ο βαθμός αυτονομίας της. Επιθυμεί να συναλλάσσεται ως ίσος προς ίσον με τις μεγάλες δυνάμεις όπως τον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Τουρκία ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά μέρος της Δύσης, ούτε πολιτικά, ούτε πολιτιστικά, και, με εξαίρεση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ούτε γεωπολιτικά. Οι πολλαπλές της ταυτότητες, πραγματικές ή φαντασιακές, συνυπάρχουν και εργαλειοποιούνται κατάλληλα. Με τη Δύση παίζει το χαρτί του αναχώματος της Ρωσίας. Με τη Ρωσία παίζει το ευρασιανικό χαρτί. Στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, το ισλαμικό χαρτί. Στην Κεντρική Ασία, το τουρανικό χαρτί. Στα Βαλκάνια, το οθωμανικό χαρτί. Στην Αφρική, το ισλαμικό και αντιαποικιακό χαρτί. Με μια έντονη μάλιστα αντι-δυτική ρητορική προβάλλεται ως προστάτης των αδύναμων και καταφρονεμένων της «Περιφέρειας». Ολα αυτά κατά περίπτωση και ταυτοχρόνως.
Ιστορικά, από την οθωμανική εποχή έπαιζε τη «μία δύναμη εναντίον της άλλης». Θέλει, ως «επιτήδειος ουδέτερος», να κάθεται πάνω στον φράκτη (fence sitting) περιμένοντας να πάει στην πλευρά που θα προσφέρει τα περισσότερα. Οποτε έχει πρόβλημα με τη Ρωσία καταφεύγει στο ΝΑΤΟ. Οποτε έχει πρόβλημα με τη Δύση απειλεί ότι θα πάει με τη Ρωσία – και αυτό πιάνει: Είναι χαρακτηριστικό πως όταν τουρκικά πλοία απείλησαν τη γαλλική φρεγάτα Courbet, παραβιάζοντας κατάφωρα τις αρχές της Συμμαχίας, μόνο οκτώ χώρες συντάχθηκαν με τη Γαλλία. Οι υπόλοιπες φοβήθηκαν «μη χαθεί η Τουρκία» και πάει με τους Ρώσους…
Συμπερασματικά, το δίπολο Τουρκίας – Ρωσίας είναι πολύ δυνατό για να σπάσει και έχει βαθιές ρίζες στη στρατηγική των δύο χωρών. Γι’ αυτό και δεν θα διαρραγεί με την ουκρανική κρίση, ακόμα και αν δοκιμαστεί. Το πιο πιθανό είναι πως θα έχουν βγει και οι δύο χώρες ωφελημένες, όταν θα τελειώσει αυτή η κρίση!
* Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος ε.α. Π.Ν.,τέως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας.