Στην εποχή και κοινωνία των προπάππων μας, πολλοί γάμοι γίνονταν με «συνοικέσια», δηλαδή με τη συνένωση δύο οίκων (οικογενειών) έπειτα από συστηματική έρευνα και λογική επιλογή των μελλόνυμφων νέων. Η επιλογή αυτή συμπεριλάμβανε την έρευνα των οικογενειών μέχρι τρεις ή τέσσερις γενιές πίσω, για παρουσία μελών με αρνητικές συμπεριφορές, προβλήματα υγείας κ.λπ., έτσι ώστε ο γάμος να έχει αυξημένη πιθανότητα για οικογενειακή σταθερότητα και παραγωγή πνευματικά και σωματικά υγιών απογόνων, με επιτυχή συνέχιση της οικογένειας και στο μέλλον. Προφανώς αυτό γινόταν με βάση την ιστορική και διαισθητική σοφία που αναγνώριζε την τεράστια σημασία της κληρονομικότητας στον άνθρωπο. Συνήθως με τη λέξη αυτή εννοούμε την επίδραση που έχει το γενετικό μας υλικό στους απογόνους μας. Αυτή η άποψη, όμως, είναι κάπως περιορισμένη. Δεν είναι μόνο το DNA που κληροδοτούμε βιολογικά στους απογόνους μας. Η επίδρασή μας είναι πολύ ευρύτερη, και η σύγχρονη βιολογία επιτρέπει καλύτερη κατανόηση, που μπορεί να μας βοηθήσει να πάρουμε σοφότερες αποφάσεις για τη ζωή μας και το μέλλον μας.
Η προγεννητική αγωγή αφορά την προσπάθεια που κάνει το ανθρώπινο είδος να βελτιώσει τη διαδικασία της παραγωγής των απογόνων του, έτσι ώστε να επιβιώσουν και να αποκτήσουν με τη σειρά τους απογόνους που θα είναι υγιείς, θα λειτουργήσουν παραγωγικά μέσα στο κοινωνικό τους σύνολο, δηλαδή την πολιτεία, και θα είναι κατά το δυνατόν πιο ευτυχείς, που είναι και το προφανώς ζητούμενο. Ας εξετάσουμε το θέμα ιστορικά, έτσι ώστε να καταλάβουμε με ποιους τρόπους η δική μας συμπεριφορά και βιολογία επιδρά στα παιδιά μας που μπορεί να έλθουν στο μέλλον.
Από την αρχαιότητα, παρά την απουσία προηγμένης τεχνολογίας, υπήρχε η συζήτηση για την εξέλιξη (evolution) των ειδών και την ανάπτυξη (development) των ατόμων και για το πώς αυτές οι διαδικασίες σχετίζονται και αλληλοεπιδρούν η μία με την άλλη. Ο Πλάτωνας πίστευε ότι το άτομο ξεκινούσε σαν ένα ολοκληρωμένο προσχεδιασμένο ον που εκτυλισσόταν σε πλήρη οργανισμό, σε μια διαδικασία που εκφράζεται με τον όρο «γένεσις», ενώ ο Αριστοτέλης εισήγαγε τον όρο «επι-γένεσις» για να εξηγήσει την επίδραση του περιβάλλοντος πάνω στο αναπτυσσόμενο άτομο. Ο δεύτερος μάλιστα, από τις εμβρυολογικές μελέτες του, είχε κάνει και την εύστοχη παρατήρηση ότι η «οντογονία», δηλαδή η εμβρυογένεση ενός είδους μέχρι έναν ώριμο οργανισμό, επαναλαμβάνει τη «φυλογονία» του, δηλαδή την εξέλιξή του από προηγούμενους, προγονικούς οργανισμούς. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, πράγματι, οι δύο αυτές διαδικασίες σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, καθοδηγούνται από τις ίδιες στρεσογόνες πιέσεις και αποτελούν ένα κοινό επιστημονικό πεδίο που έχει ονομαστεί συντομευμένα «evo-devo».
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο Λουκρήτιο, ο Επίκουρος διατύπωσε την εξέλιξη των ζωντανών οργανισμών ως συνέπεια των βασικών εννοιών της κοσμοθεωρίας του. Μίλησε για την απειρία αιτίων και αποτελεσμάτων, την ύπαρξη της τυχαιότητας εκτός από τη φυσική αναγκαιότητα, την κληρονομικότητα των βιολογικών χαρακτηριστικών, τη συνεχή αλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος και την επιβίωση των καλύτερα προσαρμοσμένων ατόμων στο περιβάλλον τους μέσω της φυσικής επιλογής. Το μνημειώδες έργο του «Περί της φύσεως των πραγμάτων», που περιέγραφε σε έμμετρο λόγο τις απόψεις του Επίκουρου, επηρέασε πολλούς επιστήμονες από την εποχή της Αναγέννησης και μετά.
Ενας από αυτούς ήταν ο Γάλλος J. B. Lamarck, που είχε τρεις σωστές ιδέες, για μία από τις οποίες αδίκως περιγελάστηκε για σχεδόν τρεις αιώνες. Η πρώτη ήταν η «θεωρία της εξέλιξης», ελάχιστα διαφορετική από εκείνη της «φυσικής επιλογής» των Αγγλων επιστημόνων C. Darwin και A. R. Wallace, που δημοσιεύτηκε περίπου εβδομήντα χρόνια αργότερα. Η δεύτερη ήταν η ιδέα ότι επίκτητες ιδιότητες ενός οργανισμού μπορούν να κληρονομηθούν –η οποία του αμαύρωσε τη φήμη μέχρι πρόσφατα– και η τρίτη, που ισχύει και είναι σήμερα προφανής, η ιδιότητα της συνεχούς τάσης της ζώσας ύλης να γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη, με τον άνθρωπο να αποτελεί την αιχμή του δόρατος σε πολυπλοκότητα στο γνωστό σύμπαν.
Παρά την κατακραυγή τριών αιώνων, όσον αφορά στην κληρονομικότητα των επίκτητων ιδιοτήτων, ο Lamarck είχε εν μέρει δίκιο. Ενα ποσοστό επίκτητων, δηλαδή επιγενετικών, ιδιοτήτων κληρονομούνται για μία, δύο ή και περισσότερες γενιές. Τα πρώτα δεδομένα για αυτό το φαινόμενο μας ήλθαν από τον «λιμό της Ολλανδίας» κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γυναίκες που ήταν έγκυες αυτή την περίοδο, γέννησαν παιδιά που ως ενήλικοι ανέπτυξαν παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο (δηλ., υπεργλυκαιμία, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη κ.λπ.), με επακόλουθα καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι αρχικές επιγενετικές αυτές αλλαγές, απόρροια της στρεσογόνου πίεσης της έλλειψης θερμίδων κατά την κύηση, συνεπώς, μεταφέρθηκαν στη συνέχεια τουλάχιστον μέχρι και στα εγγόνια τους.
Πρόσφατα, ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα σε ποντικούς έδειξε ότι ένα εξαρτημένο, παβλόφιο αντανακλαστικό αντίδρασης φόβου –που φυσικά είναι ελεγχόμενο και επίκτητο– μεταφέρεται στα παιδιά αρσενικών ζώων μέσω συγκεκριμένων μικρών κομματιών RNA στο σπέρμα τους. Αυτό σημαίνει ότι μια συμπεριφορά μπορεί να περάσει στο γονιμοποιημένο ωάριο, δηλαδή στον ζυγώτη, όταν ακόμα είναι ένα κύτταρο, πολύ πριν από τη διαφοροποίησή του σε έμβρυο, παιδί και ενήλικο, και να εκφραστεί αργότερα πιθανότατα στις αμυγδαλές του εγκεφάλου, που καθορίζουν το αίσθημα του φόβου. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι στα παιδιά μας πιθανόν μεταφέρουμε επίκτητες ιδιότητες που έχουν να κάνουν με τη δική μας έκθεση ή ακόμα και την έκθεση των γονέων μας ή και των παππούδων μας σε στρεσογόνα ερεθίσματα με όχι γενετικές, αλλά κληρονομήσιμες επιγενετικές αλλαγές στην έκφραση των γονιδίων μας.
Ενδιαφέροντα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με τη σημασία της εγκυμοσύνης στην ανθρώπινη νοσολογία μάς ήλθαν εδώ και αρκετά χρόνια από τη Μεγάλη Βρετανία. Παιδιά που γεννήθηκαν με μικρό βάρος γέννησης, αργότερα, ως ενήλικοι, είχαν αυξημένες πιθανότητες να είναι παχύσαρκοι/ες και να έχουν τα ως άνω καρδιομεταβολικά προβλήματα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, και θεωρώντας τα απόρροια εμβρυϊκού στρες, ο D. Barker δημοσίευσε τη θεωρία της «εμβρυϊκής προέλευσης των χρονίων νοσημάτων», που είναι πλέον πλήρως αποδεκτή, και πρέπει να επεκταθεί και στην πρώτη παιδική ηλικία.
Νεότερα δεδομένα μάς ήλθαν και από τα παιδιά που συλλαμβάνονται με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Κι αυτά έχουν το ίδιο πρόβλημα, την αύξηση του δείκτη κινδύνου για τα παραπάνω νοσήματα, με έναν σημαντικό παράγοντα την τεχνική διαδικασία που λαμβάνει χώρα μέσα στο τρυβλίο, προ της εμφύτευσης του εμβρύου στη μήτρα. Αυτή η εξωμήτρια προεμφυτευτική περίοδος είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στο στρες, δεδομένου ότι κατά τη διάρκειά της η πλειονότητα των επιγενετικών χημικών αλλαγών στο DNA του εμβρύου «σβήνονται» και «ξαναγράφονται».
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πιο λεπτομερής έρευνα στην επίδραση που έχει το στρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, στην κύηση, στο έμβρυο και στο παιδί. Συνοπτικά, πέραν των καρδιομεταβολικών προβλημάτων που ανέφερα παραπάνω, το στρες έχει αρνητικές δράσεις σε όλα τα στάδια της κύησης: αδυναμία σύλληψης, αποβολή, προωρότητα, καθυστέρηση της εμβρυϊκής αύξησης, ακόμη και επιπλοκές στον τοκετό και στη λοχεία. Στο βρέφος και στο νήπιο, το στρες κατά την κύηση έχει συσχετιστεί με λέπτυνση της φαιάς ουσίας του εγκεφαλικού φλοιού, ανωμαλίες στη λειτουργική συνδεσιμότητα των διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου, αρνητικά συναισθήματα και συμπεριφορές και αύξηση κορτιζόλης και φλεγμονωδών κυτοκινών στην κυκλοφορία.
Ολες οι παραπάνω βιολογικές γνώσεις μάς βοηθούν να καταλάβουμε τους εαυτούς μας, μας προσφέρουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα επιστημονικό «γνώθι σαυτόν», που είναι και το διηνεκές ζητούμενο. Εχουν «ιδίαν» αξία, όχι για να μας δημιουργήσουν ενοχές ή πολιτικές αντιπαραθέσεις, τουναντίον, για να μας βοηθήσουν να προλάβουμε ή να αναστρέψουμε προβλήματα που είναι αναστρέψιμα, που είναι και τα πιο πολλά. Η Επιστήμη είναι η αναζήτηση της αλήθειας, και η γνώση της αλήθειας πάντοτε βοηθάει τον άνθρωπο να ζήσει με ψυχική και σωματική υγεία, δηλαδή κατά το δυνατόν πιο ευτυχισμένα.
* Ο κ. Γεώργιος Π. Χρούσος, MD, MACP, MACE, FRCP, είναι ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής στην Εδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής.