Ο Γκοντάρ δεν ήταν απλώς σκηνοθέτης. Ο Γκοντάρ για τη γενιά μου ήταν τρόπος σκέψης, ολόκληρη νοοτροπία. Θυμάμαι τον μακαρίτη Φίλιππο Βλάχο να αποκαλεί μερικούς δικούς μας που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν «βλαχο-Γκοντάρ». Ονόματα δεν λέω. Βλέπαμε και ξαναβλέπαμε τις ταινίες του. Συνήθως στα θερινά, όπου κάθε χρόνο έκαναν την εμφάνισή τους το «Με κομμένη την ανάσα», «Ο τρελός Πιερό», το «Week end» ή το «Αλφαβίλ». Καταλαβαίναμε ό,τι καταλαβαίναμε, μας άρεσαν δεν μας άρεσαν, πάντως έπρεπε και να τις καταλαβαίνουμε και να μας αρέσουν. Είχε προηγηθεί η επανάσταση της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ο Μάης του ’68, η αμφισβήτηση του δυτικού πολιτισμού από τη νέα ανατρεπτική αισθητική. Ο Γκοντάρ ανήκε στους ταγούς της. Eχω χρόνια να ξαναδώ κάποια από τις ταινίες του. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν μου έχουν λείψει. Θα έλεγα, δε, ότι με κρατάει ο φόβος της απογοήτευσης. Τις προτιμώ ως αναμνήσεις μιας άλλης εποχής. Δεν ντρέπομαι να πω ότι αν μου ζητούσατε να επιλέξω ανάμεσα στην «Κλεοπάτρα» του Μάνκιεβιτς και στον «Τρελό Πιερό» του Γκοντάρ, θα διάλεγα την «Κλεοπάτρα» και όχι μόνο χάρη στα υπέροχα ντεκολτέ της Λιζ Τέιλορ. Τέτοιος είμαι, θα μου πείτε.
Τον Γκοντάρ τον ξαναθυμήθηκα στα χρόνια της κρίσης, όταν είχε υπερασπιστεί την Ελλάδα στη μάχη με το χρέος της. Είχε ζητήσει από τους Ευρωπαίους να πληρώνουν για κάθε ελληνική λέξη που χρησιμοποιούν. Κοινότοπο, ελαφρώς βλακώδες, όμως αποκαλυπτικό. Ο,τι τη δεκαετία του εβδομήντα έμοιαζε απρόβλεπτο και ανατρεπτικό, τώρα είχε μεταμορφωθεί σε ανώδυνη κοινοτοπία. Τον Γκοντάρ τον ξαναθυμήθηκα προχθές, όταν διάβασα το σχόλιό του για την παρέμβαση του Ζελένσκι στο Φεστιβάλ των Καννών. Εκεί ο Γκοντάρ είδε μια «σκηνοθεσία του νιοστού παγκόσμιου πολέμου», ένα δημιούργημα της «δυτικής αισθητικής». Ναι, ο Ζελένσκι μιλάει πολύ – εδώ που τα λέμε, πώς αλλιώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την πατρίδα του. Ναι, ο Ζελένσκι δεν είναι καλός ηθοποιός του επιπέδου Μπελμοντό ή Ζαν Γιαν. Ομως εκεί που ο Γκοντάρ βλέπει μια «σκηνοθεσία», ο Ζελένσκι ζει μια πραγματικότητα. Και αυτήν την πραγματικότητα αρνείται να δει ο Γκοντάρ. Είναι φορέας αυτού του ιού της ανατροπής που θέλει να αλλάξει τον κόσμο επειδή δεν μπορεί να δεχθεί αυτό που βλέπουν τα μάτια του, την πραγματικότητά του; Ρητορικό το ερώτημα.
Η δήλωση του Γκοντάρ για την παρέμβαση Ζελένσκι στις Κάννες θυμίζει σενάριο ταινίας του. Στο τέλος δεν καταλαβαίνεις με ποιου το δίκαιο είναι. Oπως δεν καταλάβαινες αν σου άρεσαν ή δεν σου άρεσαν οι ταινίες του. O,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για την «ανατρεπτική» σκέψη του καιρού εκείνου.