Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων μεγάλης ηλικίας. Το πρώτο μπορούμε να το πούμε «Το Πρότυπο Σοφοκλή»: Ο Σοφοκλής στα 92 του αποστόμωσε όσους τον κατηγορούσαν για ηλικιακή ανικανότητα, παρουσιάζοντας τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Στην άλλη πλευρά, ο Βασιλιάς Ληρ, το γήρας του οποίου προκαλεί τον οίκτο. Στον δρόμο προς τους δύο συναντούμε τον «50άρη» του Ζαμπέτα, τον «νέο της εποχής». Ειλικρινώς, δεν γνωρίζουμε αν κατευθυνόμαστε, ατομικά ή συλλογικά, προς Σοφοκλή ή προς Ληρ· ξέρουμε με βεβαιότητα, όμως, ότι πριν μάθουμε ποιος από τους δύο υπέργηρους μας αφορά, θα περάσουμε από τη φάση «νεοηλικιωμένου Ζαμπέτα».
Επιτυχής χειρισμός της μακροβιότητας συνίσταται στο να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες αυτού του «νεοηλικιωμένου» στο εγγύς μέλλον, προκειμένου να προετοιμαστούμε για τα διλήμματα που μας επιφυλάσσει το απώτερο μέλλον. Οι γυναίκες και άνδρες 50-70 πρέπει να μπορούν να συνεισφέρουν στην κοινωνία όσο γίνεται περισσότερο. Το οφείλουν αυτό και στη μεγαλύτερη γενιά, αλλά και στους νέους που θα κληθούν να σηκώσουν τα μεγαλύτερα βάρη. Η εργασία των 50+ δεν είναι κακό προς ελαχιστοποίηση, αλλά αδήριτη ανάγκη προς αξιοποίηση. Το πρόβλημα είναι ότι η κοινωνία μας –τόσο οι εργαζόμενοι που πρέπει να θέλουν να δουλέψουν όσο και οι εργοδότες που πρέπει να θέλουν να τους προσλάβουν– βλέπει την εργασία τους απλώς ως προθάλαμο στην αποστρατεία. Το στοίχημα της δεκαετίας μας είναι η οριστική απομάκρυνση της ηλικιοφοβίας, μια πολιτισμική στροφή προς οργανική ένταξη του μεγαλύτερου εργαζομένου.
Η απάντηση στη «Μεγάλη παραίτηση των μεγαλύτερων» –το αντικείμενο αυτής της σειράς άρθρων– δεν εξαντλείται σε προτάσεις καινοτόμων δράσεων και ευρηματικών θεσμών (αν και σίγουρα τις εμπεριέχει). Το πρόβλημα έχει κάποια πιθανότητα να λυθεί αν ξεπεράσουμε ένα μοντέλο ζωής που χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα – τη ζωή τριών αυστηρά οριοθετημένων φάσεων: Εκπαίδευση, εργασία, συνταξιοδότηση. Αυτό το μοντέλο με τις σημερινές προοπτικές μακροβιότητας μεταφράζεται σε «σαράντα χρόνια πρέφα». Με τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τη φύση της εργασίας η μακροβιότητα οδηγεί σε οικονομική καθίζηση.
Το τι θα μπει στη θέση των τριών φάσεων είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και εξαρτάται από πλήθος ατομικών και συλλογικών αποφάσεων. Οι πιο δραστήριοι και καινοτόμοι, ίσως το ενεργότερο 20% του πληθυσμού, εφαρμόζουν (στο μέτρο που τους επιτρέπεται) ήδη λύσεις «Γκρίζας Ανάπτυξης» αντιμετωπίζοντας την πληθυσμιακή γήρανση ως επιχειρηματική ευκαιρία. Η πλειοψηφία –πιθανώς 60% του πληθυσμού– θα μπορούσε να προσαρμοστεί αν της δινόταν το κίνητρο και τα εργαλεία να αντιδράσει. Υπάρχει όμως και μια ισχυρή ομάδα –ίσως 20%, ίσως περισσότεροι– που θα βρει την προσαρμογή αδύνατη μετατρέποντας την αδυναμία ενεργοποίησης ως νέα και εξαιρετικά δηλητηριώδη πηγή κοινωνικών ανισοτήτων.
Το κράτος οφείλει να άρει εμπόδια ώστε να προχωρήσει η πρώτη ομάδα μόνη της· να προσφέρει κίνητρα και στήριξη προκειμένου να μπορέσει να αντιδράσει η πλειοψηφία· και να βρει τρόπους να στηρίξει την οπισθοφυλακή. Πριν απ’ όλα όμως πρέπει να προσφέρει αντίβαρο στην ηλικιοφοβία και στη συγκατάβαση απέναντι στους μεγαλύτερους. Να μεριμνήσει για την υπέρβαση αντιλήψεων δεκαετιών για τους ηλικιακούς ρόλους. Πριν αρχίσει το παραμικρό, πρέπει να προηγηθεί μια ανατροπή – να δεχθούν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι ότι η ενωρίτερη συνταξιοδότηση βλάπτει τους ίδιους και την κοινωνία.
Για να ξεπεραστεί άποψη διάχυτη στην κοινωνία, να επιτευχθεί δηλαδή ιδεολογική στροφή, απαιτείται ένα ισχυρό αφήγημα για τα πλεονεκτήματα των ευέλικτων διαδρομών ζωής. Μόνο έτσι θα αλλάξει το πλαίσιο αλλά και θα συντονιστούν οι πολλές ανατροπές που συνθέτουν το νέο τοπίο. Δεν αρκεί μια νομική διευθέτηση: Ηδη στην Ευρώπη η ηλικιοφοβία εξισώνεται με διακρίσεις, όπως η ξενοφοβία ή ο σεξισμός – με μηδαμινά αποτελέσματα. Τα δικαστήρια έχουν επιτρέψει πλήθος εξαιρέσεων που καθιστούν τη γενική απαγόρευση κενό γράμμα.
Η εργασία των 50+ δεν είναι κακό προς ελαχιστοποίηση, αλλά αδήριτη ανάγκη προς αξιοποίηση.
Το αφήγημα υπαγορεύει πρωτοτυπίες που αλλάζουν τον κόσμο της εργασίας. Αυτές προϋποθέτουν σύμπνοια κράτους, εργοδοτών και ενδιαφερομένων και εκτείνονται σε τρία πεδία:
Πρώτον, η κοινωνική ασφάλιση πρέπει να προσφέρει κίνητρα αυτοβοήθειας. Από τη μια πλευρά να απαγορεύει αυστηρά την αποχώρηση πριν από το όριο ηλικίας, από την άλλη να ενθαρρύνει την τόνωση της σύνταξης μετά το όριο – ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι ίσχυε μέχρι πρόσφατα. Παράλληλα πρέπει να προβλεφθούν νέες ρυθμίσεις για τη σταδιακή απόσυρση αλλά και τη στοχευμένη ανάκληση συνταξιούχων. Προγράμματα αυτοαπασχόλησης ή συνεταιριστικές πρωτοβουλίες υπόσχονται πολλά.
Δεύτερον, πρωτοβουλίες μέσα στις δουλειές για βελτίωση της ποιότητας εργασίας. Π.χ., επενδύσεις σε τεχνολογίες που αίρουν εμπόδια ή καινοτομίες στη διαχείριση δυναμικού για την καταπολέμηση της ηλικιακής γκετοποίησης.
Τρίτον, τόνωση της δυνατότητας εξεύρεσης εργασίας – δημιουργία αγοράς. Αυτά μπορούν να είναι είτε γενικής εφαρμογής (κατάρτιση, διά βίου μάθηση, matching) ή ενθάρρυνση συγκεκριμένων επαγγελμάτων, όπως η φροντίδα ή ο τουρισμός.
Γυρίζοντας στην τριανδρία της εισαγωγής. Αφού δεν γνωρίζουμε τι είδους 80άρηδες θα γίνουμε, ο ήρωας της ιστορίας οφείλει να γίνει ο 50άρης του Ζαμπέτα. Αυτός (ομού με την κυρία του) μπορεί να γίνει Σοφοκλής. Αν όχι, τουλάχιστον θα γηροκομήσει τον Ληρ.
* Ο κ. Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.