Ο Ροΐδης, ο σκύλος, τα κλειδιά του παραδείσου

Ο Ροΐδης, ο σκύλος, τα κλειδιά του παραδείσου

1' 58" χρόνος ανάγνωσης

Σύρος, Ερμούπολη, μέσα 19ου αιώνα. Ενας Ιταλός, πρώην Γαριβαλδηνός λοχίας, με συντρίμμια γενναιότητας, βιοποριζόταν κάνοντας τον σαλτιμπάγκο. Αλλοι φυγάδες συμπατριώτες του ήσαν ακονιστές ξυραφιών, διακοσμητές φερέτρων, ευνουχιστές πετεινών, μουσικοί, χοροδιδάσκαλοι κ.ά.

Βοηθοί του ο άνηβος γιος του Κάρλος και ο Πλούτωνας, ένα σκυλί προκλητικής για ανθρώπους ευφυΐας, που μετά τις παραστάσεις περπατώντας στα δύο πίσω πόδια έβγαζε μικρό δίσκο, κρατώντας τον στα δόντια, υποκλινόταν, και οι θεατές έριχναν την ευχαρίστησή τους. Μία ημέρα ο ηγέτης του θιάσου τα είχε κοπανήσει αγρίως και ατρόμητος, διεκδίκησε χειροκρότημα-παράσημο επιχειρώντας την πιο δύσκολη πυραμίδα της ζωής του. Να ισορροπήσει δηλαδή πάνω σε μπουκάλια που ήταν πάνω σε καρέκλα, η καρέκλα πάνω σε βαρέλι και το βαρέλι πάνω σε τραπέζι της κακιάς ώρας. Στο νοσοκομείο, ένας άριστος, άγιος, γιατρός, δεν κατάφερε να τον σώσει.

Ουδείς έως τότε είχε ακούσει τόσο και τέτοιο θρήνο από ζώο για αφέντη. Το χτύπημα της μοίρας συνεχίστηκε. Τελειόφοιτος ιατρικής, εκτελών χρέη βοηθού, ήταν μανιακός με τα πειράματα ανατομίας τα οποία εφάρμοζε σε ζωντανά τετράποδα. Ο Πλούτωνας έπεσε κατά κυριολεξία στο μαχαίρι του. Εκείνη ακριβώς την ώρα περνούσε από μακριά ο πεντάρφανος Κάρλος. Ο Πλούτων τον οσμίστηκε κι αντλώντας δύναμη ξέφυγε από τον φιλέρευνο δήμιο, δεσμώτη του, πέφτοντας στην αγκαλιά του παιδιού. Ο γιατρός (προαναφερθείς άγιος) προϊστάμενος του πετρόκαρδου ανατόμου, βαθιά συγκινημένος, φτύνοντάς τον από οργή κατάμουτρα, φροντίζει τις πληγές του σκύλου και τον σκεπάζει με γάζες. Ο Πλούτων –από ένστικτο κι όσφρηση– παίρνει τον δρόμο για το νεκροταφείο όπου είχαν θάψει τον σαλτιμπάγκο. Κάποια παιδιά, ερεθισμένα από το θέαμα του τυλιγμένου σε «αιματοβαφή πανία» Πλούτωνα τον λιθοβολούν μέχρι θανάτου.

Ο επίλογος του Εμμανουήλ Ροΐδη από το βιβλίο «Ιστορίες με ζώα», στο κεφάλαιο «Σκύλλος»: «…Συλλέξαντες δι’ εράνου τρεις δραχμάς κατεπείσαμεν δι’ αυτών τον νεκροθάπτην ν’ αποθέση το λείψανον του Πλούτωνος εις λάκκον σκαφέντα πλησίον του νεκροταφείου, αφού αδύνατον ήτο να ταφή εντός αυτού, διά τον λόγον ότι είχε τέσσαρας πόδας. Πολλάκις, έκτοτε, αναγινώσκων όσα γράφονται περί μελλούσης ζωής, έτυχε να σκεφθώ ότι, αν αληθεύη η γνώμη των πιστευόντων ότι δεν επιζή εις το σώμα πάσα ψυχή, αλλά μόνη η πίστις, η αφοσίωσις, η αυταπάρνησις και η αγάπη βραβεύονται εις τας αιωνίους μονάς, πολύ πιθανώτερον παρά πολλών μεταστάντων γνωρίμων φίλων μου είνε να ευρίσκεται εκεί η ψυχή του καλού αυτού σκύλλου».

Ο οξύχολος σαρκαστής πληγώθηκε από τότε που πολλοί –όχι κατ’ ανάγκην άνθρωποι της Εκκλησίας– του γύρισαν την πλάτη αμέσως μετά τον αφορισμό της «Πάπισσας Ιωάννας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT