Η έρευνα μοιάζει με το αχόρταγο μάτι του λαϊκού παραμυθιού. Οσα χρήματα και να της δίνει κανείς, δεν θα σταματήσει να ζητάει κι άλλα. Κι είναι απόλυτα φυσικό. Κάθε νέα γνώση οδηγεί σε νέα ερωτήματα και ερευνητικά προγράμματα. Εχουν επομένως δίκιο όσοι ζητούν αύξηση των ερευνητικών κονδυλίων για κάθε μορφή έρευνας, και τη βασική και την εφαρμοσμένη. Αν η τεχνολογία, οι θετικές επιστήμες και οι επιστήμες της υγείας παρατείνουν τη ζωή και βελτιώνουν την ποιότητά της, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες είναι αυτές που μας βοηθούν όσο ζούμε να ζούμε συνειδητά. Εχουμε ζωντανό το παράδειγμα της πανδημίας που δεν αποτελεί πρόκληση μόνο για την ιατρική έρευνα, αλλά για μεγάλο φάσμα ερευνητικών κλάδων, από την οικονομική επιστήμη ώς την ψυχολογία και από την παιδαγωγική ώς την κοινωνιολογία και την ιστορία.
Ομως η έρευνα δεν απαιτεί μόνο χρηματοδότηση. Απαιτεί και συντονισμό· αλλιώς είναι προβληματική και η εξασφάλιση και η διάθεση πόρων. Γι’ αυτόν τον λόγο οι ανεπτυγμένες χώρες διαθέτουν φορείς που διαμορφώνουν και συντονίζουν την εθνική στρατηγική για την έρευνα. Πρόσφατα επτά επιστήμονες προτείναμε τη δημιουργία Ενιαίου Φορέα για την Ερευνα («Καθημερινή», 6 Ιουνίου 2022). Κάποιοι δέχτηκαν την ιδέα με δυσπιστία, φοβούμενοι τη δημιουργία ενός γραφειοκρατικού οργάνου, περισσότεροι την επικρότησαν. Αφού έχει δοθεί το ερέθισμα για μια σοβαρή συζήτηση για το θέμα αυτό, ας δούμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: τις αρχαιογνωστικές επιστήμες.
Η αρχαιολογία, η φιλολογία και η αρχαία ιστορία έχουν ειδικό βάρος στην Ελλάδα, όχι μόνο λόγω των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της, αλλά και για τη σημασία της αρχαιότητας στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και την προβολή της χώρας. Η αρχαιογνωστική έρευνα γίνεται από τα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών, που υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας· από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών) και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας), που υπάγονται στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων· και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που ανήκει στο υπουργείο Πολιτισμού. Σημαντική έρευνα γίνεται επίσης από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που στηρίζονται σε κληροδοτήματα και χορηγίες, ιδίως από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Τους δημόσιους πόρους που προέρχονται από τρία διαφορετικά υπουργεία συμπληρώνουν χορηγίες από κοινωφελή ιδρύματα.
Ομως, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμιά ιεράρχηση στόχων, οι χορηγίες συνήθως προωθούν έρευνα με μεγάλη ορατότητα και λάμψη, ενώ τομείς όπως η δημοσίευση των ευρημάτων από σωστικές ανασκαφές λιμοκτονούν σαν φτωχοί συγγενείς. Οι ευρωπαϊκοί πόροι, ιδίως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας, είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσιτοι, όχι επειδή απουσιάζουν ερευνητές και ιδέες, αλλά επειδή οι περισσότεροι φορείς (ιδίως τα ΑΕΙ) δεν διαθέτουν επαρκή υποδομή για τη λογιστική υποστήριξη ερευνητικών προτάσεων. Ανάλογα φαινόμενα σαν αυτά που περιγράφω για τις αρχαιογνωστικές επιστήμες ισχύουν σε όλο το πεδίο της έρευνας.
Απαιτείται και συντονισμός, γι’ αυτό οι ανεπτυγμένες χώρες διαθέτουν φορείς που διαμορφώνουν και συντονίζουν την εθνική στρατηγική για την έρευνα.
Ενας ενιαίος φορέας για την έρευνα θα άλλαζε δραματικά αυτή την κατάσταση, όχι ως γραφειοκρατικό όργανο ελέγχου αλλά ως όργανο συντονισμού. Θα μπορούσε να «χαρτογραφήσει» την έρευνα ανά τομείς και να ιεραρχήσει τους στόχους μιας εθνικής στρατηγικής που λαμβάνει υπόψη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, τις ανάγκες και το δυναμικό της χώρας. Θα μπορούσε να συνεργαστεί με τα κοινωφελή ιδρύματα για ορισμό προτεραιοτήτων και για συνέργειες στη διάθεση πόρων. Θα μπορούσε να στηρίξει με επιμορφωτικά σεμινάρια και λογιστική υποστήριξη τους ερευνητές που επιδιώκουν να διεκδικήσουν ερευνητικά προγράμματα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας. Θα μπορούσε να αποτελέσει σύνδεσμο με το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό της διασποράς, αλλά και γέφυρα ανάμεσα στη θεωρία και την εφαρμογή. Θα μπορούσε να διαμορφώσει κανόνες για την αντικειμενική αξιολόγηση προτάσεων και τη στοχευμένη διάθεση πόρων. Και με την εύληπτη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας θα έκανε κατανοητή στον φορολογούμενο πολίτη τη σημασία που έχουν οι επενδύσεις στην έρευνα. Από την καινοτομία και τη δημιουργικότητα όλοι κερδίζουν.
Το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας είναι ο κατάλληλος φορέας για την οργάνωση της σχετικής συζήτησης. Η πρωτοβουλία για την υλοποίηση της ιδέας δεν μπορεί να ανήκει μόνο στην κυβέρνηση. Η οργάνωση της έρευνας δεν προσφέρεται ούτε για κέρδισμα πόντων από την κυβέρνηση ούτε για στείρα κριτική από την αντιπολίτευση. Είναι κατ’ εξοχήν ζήτημα εθνικής συναίνεσης.
* Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον, μέλος της Εθνικής Αρχής για την Ανώτατη Εκπαίδευση.