Δεν υπάρχουν Τούρκοι στην Ελλάδα. Αυτό επαναλαμβάνεται μονότονα τα τελευταία χρόνια, σαν τελετουργικός εξορκισμός του προβλήματος της τουρκικής μειονότητας. Η ίδια η μειονότητα συχνά μνημονεύεται χωρίς κανέναν επιθετικό προσδιορισμό. Σκέτα «η μειονότητα».
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι υπάρχουν Τούρκοι. Και υπάρχουν επειδή εξαιρέθηκαν από την ελληνοτουρκική υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Υπάρχουν επίσης ελάχιστοι στα Δωδεκάνησα, που ενσωματώθηκαν αργότερα στο ελληνικό κράτος. Ακόμη και το 1978 στο Μοντραί, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνομιλούσε με τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ για «τουρκική μειονότητα» στην Ελλάδα. Επαψε άραγε να υπάρχει ή μήπως έπαψε να είναι τουρκική;
Εμφανίστηκε πολύ όψιμα το επιχείρημα ότι δεν πρόκειται τάχα για εθνική μειονότητα, αλλά μόνο για θρησκευτική. Οτι πρόκειται δηλαδή μόνο για «Ελληνες μουσουλμάνους» και όχι για Τούρκους. Πράγματι, μόνο ως θρησκευτική μειονότητα ήταν και είναι υποχρεωμένο από τη Συνθήκη της Λωζάννης το ελληνικό κράτος να αναγνωρίζει τους Τούρκους μαζί με τους άλλους μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης. Αυτή είναι και σήμερα η καθαρά νομική όψη του ζητήματος, στο μέτρο που αφορά τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Ωστόσο, το θρήσκευμα χρησίμευσε το 1923 αποκλειστικά και μόνον ως αντικειμενικό και μάλιστα αμάχητο τεκμήριο εθνικής ταυτότητας, για να είναι στην πράξη υποχρεωτική η ανταλλαγή πληθυσμών. Η ανταλλαγή όμως έγινε μεταξύ «ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών» (populations grecques et turques), όπως διαλαλεί η σχετική ελληνοτουρκική σύμβαση στον ίδιο της τον τίτλο.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν, φυσικά, και για τις εξαιρέσεις. Υπήρχε εξαρχής όχι μόνο ποσοτική αλλά και εννοιολογική συμμετρία μεταξύ τους. Δεν μπορούμε να την παραβιάζουμε αμέριμνα και ασυλλόγιστα κάνοντας κατά σύστημα λόγο μόνο για Ελληνες της Πόλης και μόνο για μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης, αποκλείοντας με αγανάκτηση κάθε αναφορά σε Τούρκους. Ή έχουμε Ελληνες και Τούρκους (με λίγους άλλους μουσουλμάνους) ή έχουμε μόνο Ορθοδόξους και Μουσουλμάνους.
Εξάλλου, ήδη από το 1928-30, στον βωμό της ελληνοτουρκικής συμφιλίωσης που επιχείρησε υπεραισιόδοξα ο Βενιζέλος, δημιουργήθηκαν ορισμένα τετελεσμένα. Αναβαθμίστηκε το μέχρι τότε προξενικό γραφείο της Κομοτηνής σε κανονικό τουρκικό προξενείο. Εκ μέρους της Ελλάδας, δεν μπορούσε να υπάρξει επισημότερη παραδοχή ότι η Τουρκία δικαιούται να ενδιαφέρεται για ομοεθνείς της – και όχι βέβαια για «ομόθρησκους».
Δεν μπορούμε να κάνουμε κατά σύστημα λόγο μόνο για Ελληνες της Πόλης και μόνο για μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης, αποκλείοντας με αγανάκτηση κάθε αναφορά σε Τούρκους.
Από τη στιγμή εκείνη είχε πλέον δρομολογηθεί ανεπιστρεπτί η σταδιακή μετατροπή του μουσουλμανικού πληθυσμού σε κανονική εθνική μειονότητα, με την προσχώρηση όχι μόνο Τούρκων αλλά, στη συνέχεια, και βουλγαρόφωνων Πομάκων στον τουρκικό εθνικισμό.
Μετά τον πόλεμο, η ανανέωση της ελληνοτουρκικής συμμαχίας, πρώτα με την κοινή υπαγωγή Ελλάδας και Τουρκίας στο Δόγμα Τρούμαν το 1947 και τελικά με την κοινή είσοδό τους στο ΝΑΤΟ το 1952, δημιούργησε συνθήκες για μονομερείς ελληνικές παραχωρήσεις, με ανεπανόρθωτες και μη αναστρέψιμες συνέπειες.
Το 1954, έπειτα από σχετικό διάβημα του Τούρκου πρεσβευτή, δόθηκε διαταγή από τον τότε πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο να γίνεται στο εξής, σε κάθε περίπτωση, επίσημη χρήση των όρων «Τούρκος» και «Τουρκικός» αντί των όρων «Μουσουλμάνος» και «Μουσουλμανικός». Ακολούθησε η υποχρεωτική μετονομασία κάθε «Μουσουλμανικού» σχολείου και οργανισμού της ελληνικής Θράκης σε «Τουρκικό», με άμεση αντικατάσταση ή διόρθωση όλων των επιγραφών και πινακίδων. Υπάρχουν και σχετικές φωτογραφίες… Σε τέτοια ζητήματα είναι φανερό ότι δεν υπάρχει επιστροφή στο παρελθόν ούτε διαγραφή του. Δεν μπορεί δηλαδή μετά να αρνείται το ελληνικό κράτος ότι είναι Τούρκοι αυτοί που το ίδιο ονόμασε επίσημα και υποχρεωτικά Τούρκους νωρίτερα.
Εφευρέθηκε πρόσφατα ο ευφημισμός «τουρκογενείς». Πρόκειται λοιπόν για «τουρκογενείς Ελληνες»; Αλλά τότε τι είναι οι Ελληνες της Πόλης, οι κληρικοί του Πατριαρχείου και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, που έχουν υποχρεωτικά τουρκική υπηκοότητα; Αν παίρναμε ως μοναδικό κριτήριο την υπηκοότητα, όπως ακριβώς κάνουμε για τους Τούρκους που έχουν ελληνική υπηκοότητα, θα καταλήγαμε στο τραγελαφικό συμπέρασμα ότι όλοι αυτοί και ο ίδιος ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης είναι απλώς «Τούρκοι Ορθόδοξοι». Ισως, γιατί όχι, και «ελληνογενείς Τούρκοι»…
Αυτές είναι τελικά μοιραίες λογικές αντιφάσεις στις οποίες παραδέρνει η εθνική μας στρουθοκάμηλος όσο κρατάει το κεφαλάκι της χωμένο στην άμμο για να μη βλέπει ένα υπαρκτό πρόβλημα, που είναι εξαιρετικά δύσκολο αλλά και επικίνδυνο. Αληθινή ωρολογιακή βόμβα, κληρονομιά του 1922-23 και της επιλογής που έγινε τότε να υπάρξουν εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών.
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.