Είτε αρέσει είτε όχι, το δίλημμα είναι δικό μας, αφορά στη ζωή μας, την καθορίζει αναπόδραστα: Γεννηθήκαμε και ζούμε σε εμπόλεμο πεδίο, στον μοναδικό πλανήτη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των ουράνιων σωμάτων, που φιλοξενεί έλλογες υπάρξεις, «προσωπικές», με ετερότητα-μοναδικότητα, η κάθε μια, σκέψης, κρίσης, θέλησης. Για να κατορθωθεί η συνύπαρξη, οι οπτικές γωνίες πρέπει να συγκλίνουν, οι απόψεις να συμπέσουν, η κατανόηση να συντονιστεί, η κάθε ατομική ιδιαιτερότητα να συναινέσει στην ελεύθερη συν-εννόηση.
Δεν είναι καθόλου εύκολο. Η ανθρωπότητα, στο σύνολό της, τιμά και ορέγεται την εναρμόνιση των θελημάτων, νοημάτων και στοχεύσεων, κατορθώνει κατά κανόνα τη σύγκλιση, αλλά ταυτόχρονα την υπονομεύει. Η υπονόμευση βεβαιώνει ψευδαισθητικές εκδοχές ελευθερίας, αλλά ευτυχώς η ελευθερία παραμένει άθλημα αυθυπέρβασης του εγώ, πραγμάτωση της συνύπαρξης ως «κοινωνίας».
Δύο εκδοχές της ελευθερίας γοητεύουν συνηθέστερα τον άνθρωπο: Η ελευθερία ως απεξάρτηση από τις υπαρκτικές αναγκαιότητες που διέπουν το βιολογικό άτομο. Και η ελευθερία ως ανεμπόδιστη δυνατότητα πραγμάτωσης της επιθυμίας. Σήμερα, για πρώτη φορά στη (γνωστή) ανθρώπινη ιστορία, το ανθρώπινο είδος έχει τη δυνατότητα (γνώση και τεχνολογία) να αυτοκαταστραφεί καθολικά, να εξαλείψει την ανθρώπινη παρουσία «από προσώπου γης». Τα ώς τώρα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους είναι, για κάθε άτομο κάθε είδους, θαυμαστά. Κάθε ατομική ανθρώπινη ύπαρξη είναι μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη – η υπαρκτική πραγματοποίηση της ενεργούμενης μοναδικότητας (ετερότητας) φανερώνεται στα λειτουργήματα της σκέψης-κρίσης-φαντασίας, ποικιλότροπης δημιουργικότητας.
Χάρη στο πολυτίμητο «προικιό» των χαρισμάτων του κάθε ανθρώπου και στην ικανότητα να μοιράζεται (κοινωνεί) τα χαρίσματα, η ύπαρξη μπορεί να γεύεται το ύψιστο δώρημα: την ελευθερία από τις προδιαγραφές της δεδομένης φύσης, για χάρη της θελημένης σχέσης. Σχέση δεν είναι ο απλός συσχετισμός των ατομικών αναγκών-επιδιώξεων με κάποια ικανοποίησή τους, αλλά η υποταγή της ενορμητικής αναγκαιότητας στην έλλογη ιεράρχηση των αναγκών, στην ελευθερία της αγάπης ως αυταξίας. Είναι η ελευθερία από την ανάγκη για χάρη της πληρωματικής χαράς του κοινωνείν.
Διηγόταν ένας παππούς μικρασιάτης πώς λειτουργούσαν οι «ανταλλακτικές σχέσεις» (το «παζάρι») στο Αϊβαλί: Μια χωρική πουλούσε αυγά, της ζητούσες τριάντα, μέτραγε και τακτοποιούσε στο καλάθι σου αυτά που ζήτησες, πρόσθετε και πέντε αυγά «ευλογία»! Ζητούσες δύο «οκάδες» βούτυρο, ο παραγωγός ζύγιζε την ποσότητα, πρόσθετε και δύο κουτάλες «ευλογία». Το ζυγισμένο βούτυρο και τα μετρημένα αυγά πειθαρχούσαν στην ανταλλακτική των συμφερόντων λογική. Τα παραπανίσια αυγά και το επιπρόσθετο βούτυρο ήταν αντίδωρο για το δώρο της ανταλλακτικής σχέσης ως μεταποίηση της «αναγκαίας χρείας» σε χαρά φιλίας.
Θα τολμούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ιστορία του ανθρώπινου γένους «παίζεται» στο πεδίο ή άθλημα της ανάγκης και της ελευθερίας, της αριθμητικής μάζας ή των ισότιμων σχέσεων, της επιθετικής εξασφάλισης ή της αυθυπερβατικής ετοιμότητας – βαρβαρότητας ή πολιτισμού. Τα εναλλακτικά ενδεχόμενα σώζουν και φανερώνουν το ανθρώπινο προνόμιο της ελευθερίας, την προσδοκία «ανάστασης νεκρών», δηλαδή τη γεύση «σωτηρίας» του ανθρώπου (να γίνει ο άνθρωπος σώος, ολόκληρος, με ακέραιες τις δυνατότητες ελευθερίας από τον θάνατο) – ή την υποταγή του «άνευ όρων» στη φθορά και την αινιγματική ανυπαρξία.
«Το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί να αντέξει τόση πολλή πραγματικότητα», συνόψισε σε αυτή την παραδοχή την επώδυνη εμπειρία του ο T. S. Eliot. Είχε προηγηθεί περίπου ισόκυρος ο Rainer Maria Rilke:
Ποιο κατόρθωμα ελευθερίας καθιστά επίκαιρο τον Ηράκλειτο ή τον Ρωμανό τον Μελωδό.
«Κυκλοφέρνω γύρω από τον Θεό,
τον πανάρχαιο πύργο,
και κυκλοφέρνω χιλιάδες
χρόνια τώρα·
κι ακόμα δεν ξέρω: είμαι
ένα γεράκι, μια καταιγίδα
ή ένα μεγάλο τραγούδι».
Οι δεσμοί που συνδέουν τους ανθρώπους με τη γενέθλια γη τους, δεν εξαντλούνται σε συναισθήματα, πιθανές συγκινήσεις νοσταλγικές, συνειρμούς παρορμήσεων. Το να μιλάμε ή να γράφουμε για τις «χαμένες πατρίδες» δεν μπορεί να νοηθεί με όρους ψυχολογικούς, συγκινησιακούς, νοσταλγίας. Το πώς θα περισώσει ο σημερινός τάχα και Ελληνισμός τη μικρασιατική ελληνικότητα του Ομήρου, του Ηράκλειτου, του Ρωμανού του Μελωδού, αν μας απασχολούσε ως ζωτικό πρόβλημα, η παιδεία που παρέχει ο σημερινός χατζηαβατικός κρατικός «πολιτισμός» μας (σχολειά, πανεπιστήμια, θεσμοί συλλογικού βίου), θα μετριάζαμε τους πιθηκισμούς «εκσυγχρονισμού» μας.