Στην εξαιρετικά δυσχερή και αδιέ-ξοδη κατάσταση που βρέθηκε η Ελλάδα στις αρχές του 1921 λόγω του πολέμου στη Μικρά Ασία, η χώρα διέθετε δύο ικανότατους ανθρώπους, στους οποίους μπορούσε και έπρεπε να στηριχθεί: τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο διπλωματικό πεδίο και τον Ιωάννη Μεταξά στο στρατιωτικό. Και τους δύο απέκλεισε και αχρήστεψε ο Δημήτριος Γούναρης, από εμπάθεια και ιδιοτέλεια.
Ανεξάρτητα από την προγενέστερη διαφωνία τους (το 1915) για τη Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1921 υπήρχε πλέον σύμπτωση απόψεων μεταξύ Βενιζέλου και Μεταξά. Στη συζήτηση που είχε με τον Γούναρη, τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και τον Νικόλαο Θεοτόκη στις 25 και 29 Μαρτίου 1921, ο Μεταξάς συμβούλεψε να ξεχάσουν τις επιθετικές ενέργειες, να οχυρώσουν τα σύνορα της Συνθήκης των Σεβρών και να περιοριστούν στην άμυνα, μέχρι να βρεθεί διπλωματική λύση. Παρόμοιες απόψεις είχε και ο Βενιζέλος, όπως προέκυψε από επιστολή του που δημοσιεύτηκε έξι μήνες αργότερα. (Την είχε στείλει στις 3 Ιουλίου προς τον επικεφαλής των Φιλελευθέρων απόστρατο στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή.) Oταν τη διάβασε στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Μεταξάς σημείωσε απλώς στο ημερολόγιό του: «Ακριβώς αι ιδέαι μου».
Επιπλέον, ο Μεταξάς το 1921 δεν θεωρούσε πια αδιανόητη τη συνεργασία με τον Βενιζέλο. Αγανακτισμένος με τη νοοτροπία των συνομιλητών του, ξέσπασε: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον, διά να μη έλθη ο Βενιζέλος;».
Oμως ο Γεώργιος Βλάχος, γράφοντας όπως πάντα για λογαριασμό του Γούναρη, είχε βροντοφωνάξει από την «Καθημερινή» στις 27 Δεκεμβρίου 1920: «Ημείς, οτιδήποτε και αν συμβή εις την χώραν αυτήν, δεν θέλομεν τον κ. Ε. Βενιζέλον». Οτιδήποτε και αν συμβεί…
Εγκλωβισμένη στη νοοτροπία αυτή, που επέβαλε προσωπικά ο Γούναρης, η Αντιβενιζελική ηγεσία δεν διανοήθηκε να επωφεληθεί από τις επανειλημμένες υποδείξεις του Βενιζέλου, ούτε βέβαια να τον χρησιμοποιήσει στο εξωτερικό, όπως ήθελε αρχικά ως πρωθυπουργός ο Δημήτριος Ράλλης. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον Γούναρη και τον βασιλέα Κωνσταντίνο στις 22 Ιανουαρίου 1921. Ενδεικτικά, ακόμη και στις 30 Μαρτίου 1922, παρά το εντεινόμενο διπλωματικό αδιέξοδο, η «Καθημερινή» θεωρούσε «ανόητη» την «αξίωση» των Βενιζελικών να ανατεθεί στον Βενιζέλο η εκπροσώπηση της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Eτσι αχρηστεύτηκε ο Βενιζέλος. Ας δούμε τώρα πώς αχρηστεύτηκε από τον Γούναρη και ο Μεταξάς.
Το 1922 ο Δημήτριος Γούναρης, από εμπάθεια και ιδιοτέλεια, απέκλεισε δύο ικανότατους ανθρώπους: τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο διπλωματικό πεδίο και τον Ιωάννη Μεταξά στο στρατιωτικό.
Τον Μάρτιο του 1921, η μία και μοναδική θέση που ήταν έτοιμος να αποδεχθεί ο Μεταξάς ήταν η θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Ως υπουργός Στρατιωτικών, θα είχε τον πλήρη έλεγχο του στρατού και των επιχειρήσεων, επιβάλλοντας τις δικές του απόψεις. Αλλά δεν του το πρότειναν, ούτε αυτός το ζήτησε, επειδή γνώριζε ότι ο Γούναρης το απέκλειε, αφού δεν θα μπορούσε ποτέ να χειραγωγήσει τον Μεταξά. Eτσι, τον πίεσαν οι τρεις συνομιλητές του επί πολλές ώρες με απίστευτες κουτοπονηριές, απειλές και προσβολές που τον εξαγρίωσαν – χωρίς ποτέ να του προσφέρουν αυτό που θα δεχόταν.
Μετά τη μεγάλη νίκη των Αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920, ο Γούναρης φρόντισε να γίνει αμέσως υπουργός Στρατιωτικών. Προκαταλαμβάνοντας τον ίδιο τον βασιλέα Κωνσταντίνο, διάλεξε ως αρχιστράτηγο τον Αναστάσιο Παπούλα, που διατήρησαν οι Αντιβενιζελικοί σχεδόν μέχρι τέλους, μολονότι γνώριζαν εξαρχής ότι ήταν τελείως ακατάλληλος. Υπήρξε μάλιστα ο πιο αστοιχείωτος αντιστράτηγος του ελληνικού στρατού, αφού είχε ξεκινήσει απλός φαντάρος και δεν είχε, όπως φαίνεται, καμία απολύτως κατάρτιση – ούτε αξιωματικού ούτε καν υπαξιωματικού! Σ’ αυτόν εμπιστεύτηκαν τη μεγαλύτερη στρατιά που παρέταξε μέχρι τότε η Ελλάδα.
Διαμορφώθηκε έτσι μία κατάσταση που εξασφάλιζε απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον Γούναρη. Κανείς από τους στρατιωτικούς δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει, να επιβάλει και να εφαρμόσει με συνέπεια και συνέχεια ένα δικό του στρατηγικό σχέδιο στη Μικρά Ασία. Μόνο κάποιος σαν τον Μεταξά θα μπορούσε να το είχε κάνει, από τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Αυτό όμως δεν το ανεχόταν ο Γούναρης, όταν πλέον έγινε πρωθυπουργός. Προτιμούσε στη θέση αυτή τον εντελώς ανίδεο Νικόλαο Θεοτόκη.
Στην ίδια συζήτηση του Μαρτίου 1921, μιλώντας για τον κίνδυνο να επανέλθει ο Βενιζέλος αν αυτοί αποτύχουν, ο Γούναρης έφτασε στο σημείο να απευθυνθεί στους συνομιλητές του επικαλούμενος τα εντελώς ατομικά τους συμφέροντα: «Εμέ προσωπικώς τι με μέλει; Eνας άνθρωπος είμαι. Δεν έχω παρά να πάρω τον δρόμον μου οπουδήποτε. Αλίμονον σε σας που έχετε δεσμούς [δηλ. οικογένεια] και περιουσίαν». Eτσι σκεφτόταν ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας για την περίπτωση εθνικής καταστροφής. Oτι αυτός θα πάρει απλώς το καπελάκι του και θα φύγει από τη χώρα. Eπρεπε άραγε να τον αφήσουν;
* Ο καθηγητής Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι συγγραφέας των βιβλίων «1915: Ο Εθνικός Διχασμός» και «Μετά το 1922: Η παράταση του Διχασμού».