Καταραμένη σέντρα

5' 44" χρόνος ανάγνωσης

Πριν από λίγες εβδομάδες, ο πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής από το Κατάρ Καλίντ Σαλμάν, που έχει το ρόλο του “πρεσβευτή του Παγκοσμίου Κυπέλλου”, δήλωσε σε εκπομπή της γερμανικής τηλεόρασης ότι “η ομοφυλοφιλία είναι απαγορευμένη στη χώρα μας, επειδή είναι βλάβη στο μυαλό”. Η δήλωσή του, που έγινε viral, προκάλεσε τα αναμενόμενα σκωπτικά σχόλια από το δυτικό Τύπο και έφερε ξανά στην επιφάνεια ένα σημαντικό θέμα.

Αύριο ξεκινά το 22ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ανδρών στο Κατάρ, ένα μικροσκοπικό κράτος με έκταση λίγο μεγαλύτερη της Κρήτης και πληθυσμό αρκετά μικρότερο από της Αθήνας. Το μέγεθος της χώρας δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο η επιλογή της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (FIFA) ήταν αμφιλεγόμενη. Στο Κατάρ τα καλοκαίρια (όταν παραδοσιακά διεξάγονται τα Παγκόσμια Κύπελλα) η μέση θερμοκρασία είναι πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου και κανείς δεν μπορεί να σταθεί σε εξωτερικούς χώρους για πολλή ώρα. Επιπλέον, η χώρα δεν έχει καμία ποδοσφαιρική ή και γενικότερα αθλητική παράδοση και δεν είχε υποδομές ή εμπειρία από διοργάνωση τέτοιων πολυπλοκών, γιγάντιων εκδηλώσεων. Είναι σαν κάποιος να ανάθετε το παγκόσμιο πρωτάθλημα τένις στο Αιγάλεω, αν το Αιγάλεω βρισκόταν στην επιφάνεια της Αφροδίτης. Αλλά υπήρχε κι ένα άλλο πρόβλημα με αυτή την επιλογή της FIFA. 

Το Κατάρ είναι μια μουσουλμανική μοναρχία στην οποία ισχύει μια εκδοχή του νόμου της Σαρίας. Η κατανάλωση αλκοόλ οπουδήποτε εκτός από κάποια ξενοδοχεία απαγορεύεται, αλλά η πολυγαμία -φυσικά μόνο για τους άνδρες- επιτρέπεται. Η ποινή για τις εξωσυζυγικές σχέσεις είναι 100 μαστιγώματα. Η ποινή για τη βλασφημία, επτά χρόνια. Η ομοφυλοφιλία απαγορεύεται, και η ποινή που προβλέπεται για τους ομοφυλόφιλους είναι ο θάνατος (μολονότι δεν εκτελείται στην πράξη). Τα πολυτελή ξενοδοχεία και τις υποδομές -και τα ολοκαίνουργια στάδια- της χώρας τα έχουν χτίσει εκατοντάδες χιλιάδες πάμπτωχοι οικονομικοί μετανάστες από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, οι οποίοι ζούν και εργάζονται σε συνθήκες που μοιάζουν πάρα πολύ με αυτό που αποκαλούμε “δουλεία”. Είναι μια χώρα πολύ διαφορετική από τις προοδευτικές ευρωπαϊκές αλλά και από τις λατινοαμερικάνικες χώρες, που πρωταγωνιστούν στα παγκόσμια κύπελλα ποδοσφαίρου. Κι αυτό έχει προκαλέσει μια αντίδραση που σε μεγάλο βαθμό είναι εύλογη, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει και μερικά άλλα πράγματα.

Το γιατί η FIFA, ένας από τους πιο διεφθαρμένους οργανισμούς στον κόσμο, επέλεξε το Κατάρ, δεν είναι μυστήριο. Είναι μια πολύ πλούσια χώρα, με το 4ο υψηλότερο ΑΕΠ στον κόσμο. Η οικογένεια που το διοικεί έχει πάρα πολλά χρήματα, με τα οποία συνηθίζει να αγοράζει μερίδια σε ό,τι της φαίνεται ενδιαφέρον, από το πολυκατάστημα Harrod’s και το αεροδρόμιο Χίθροου στο Λονδίνο, μέχρι την αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen και την ποδοσφαιρική ομάδα Παρί Σεν Ζερμέν. Το 2010, αγόρασε και ένα Μουντιάλ.

Αλλά αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το πρόβλημα, και το θέμα αυτού του άρθρου, μου έγινε προφανές παρακολουθώντας εκείνο το ρεπορτάζ της γερμανικής τηλεόρασης, που φιλοξενούσε τις απόψεις του Καταριανού πρώην ποδοσφαιριστή.  Τις ακραίες δηλώσεις του καλεσμένου ακολουθούσαν λήψεις του παρουσιαστή, ο οποίος κοιτούσε αποσβολωμένος, καθώς στο φόντο έπαιζε μελιστάλαχτη, λυπητερή μουσική. Το όλο ύφος και η αισθητική προσέγγιση απέπνεαν οίκτο και ηθικό αποτροπιασμό, σαν οι υπεύθυνοι του ρεπορτάζ να ήθελαν να υπογραμμίσουν όσο πιο έντονα μπορούσαν την καθυστέρηση και την οπισθοδρόμηση αυτής της κοινωνίας στους ενάρετους και προοδευτικούς τηλεθεατές τους.

Διαβάζοντας και παρακολουθώντας την ειδησεογραφία στα δυτικά ΜΜΕ τις τελευταίες ημέρες, αυτή η προσέγγιση είναι εμφανής και συχνά κραυγαλέα. Πύρινα άρθρα διαμαρτυρίας γράφονται, ομάδες σπεύδουν να βάλουν το ουράνιο τόξο στα σήματά τους, οπαδοί σηκώνουν πανό διαμαρτυρίας στα (δυτικά) γήπεδα, ακτιβιστές ζητάνε μποϊκοτάζ και αποχές.

Όλες αυτές οι αντιδράσεις, ασφαλώς, πηγάζουν από ορθή αφετηρία. Ο τρόπος που λειτουργεί η κοινωνία του Κατάρ φαντάζει πρωτόγονος και απαράδεκτος για εμάς εδώ στη δύση. Και, μεταξύ μας, είναι. Είναι απαράδεκτος και απάνθρωπος. Οι δικές μας κοινωνίες, με την ανοιχτότητα, την επιείκεια, την ισότητα και τον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων, είναι ασύγκριτα καλύτερες. Αυτό είναι δεδομένο, και ο θυμός μας όταν διαβάζουμε για όσα υφίστανται οι γυναίκες ή οι μετανάστες σε χώρες όπως εκείνες, είναι δικαιολογημένος. Υπάρχει όμως ένα κενό ανάμεσα στο αίσθημα του θυμού που γεννάται μέσα μας και την οποιασδήποτε μορφής έκφραση αυτού του θυμού, με ακτιβισμό, αρθρογραφία, αιτήματα για μποϊκοτάζ, ή οποιανδήποτε άλλο τρόπο. Και νομίζω ότι στο κενό αυτό χωράει μία μικρή ερώτηση. Η εξής:

Εμάς τι λόγος μας πέφτει;

Το Κατάρ είναι μια ξένη, κυρίαρχη χώρα. Έχουν δικούς τους κανόνες εκεί. Κανένας δεν ζητά από εμάς να ζήσουμε με αυτούς τους κανόνες εδώ. Τι ακριβώς θέλουμε, όταν διαμαρτυρόμαστε για τις κοινωνικές συνθήκες στο Κατάρ; Τι ακριβώς ζητάμε;

Ο λόγος που το γράφω είναι ότι μερικές φορές, μέσα στην ενάρετη τρυφηλότητά μας, ξεχνάμε το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Δισεκατομμύρια άνθρωποι στις πιο “καθυστερημένες” κοινωνίες του κόσμου έχουν ως ιστορικό βίωμα την εικόνα λευκών “δυτικών” που τους λένε -ενίοτε και υπό την απειλή των όπλων- πώς πρέπει να ζήσουν. Το ότι αυτήν εδώ τη φορά έχουμε δίκιο δεν αλλάζει το πώς φαντάζουμε πάλι στα μάτια τους: ως υστερικοί ιεραπόστολοι, πρόθυμοι να τους δείξουν όλους τους τρόπους με τους οποίους τα κάνουν λάθος.

Βεβαίως, η εξωτερική λαϊκή αντίδραση δεν είναι εντελώς άχρηστη. Μπορεί κάποιες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία που αναγκάστηκε να υιοθετήσει το Κατάρ μετά την αρχική κατακραυγή από ξένες οργανώσεις και χώρες να διατηρηθούν και μετά από το Μουντιάλ. Αλλά οι μεγάλες, ιστορικές κοινωνικές αλλαγές, αυτές που χρειάζονται χώρες όπως το Κατάρ, δεν μπορούν να έρθουν από διαμαρτυρόμενους ξένους. Μπορούν να έρθουν μόνο από τα μέσα, από αγώνες και δράσεις και ακτιβισμό εντός των κοινωνιών. Κι αυτό ακόμα πολλές φορές δεν πετυχαίνει -όπως είδαμε στην Αραβική Άνοιξη.

Ποιος, τότε, είναι ο ρόλος ο δικός μας; Αφού έχουμε δίκιο. Τι κάνουμε αν, μετά το θυμό, αναρωτηθούμε “τι λόγος μας πέφτει” και διαπιστώσουμε πως, πράγματι, όχι και πολύ μεγάλος; Νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε τρία πράγματα. Πρώτον, να περιμένουμε. Κι όταν η κοινωνία εκραγεί, τότε να αρθρογραφήσουμε, να διαδηλώσουμε και να υποστηρίξουμε το υγιές κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να την πάει μπροστά, όπως συμβαίνει τώρα στο Ιράν. Να δράσουμε υποστηρίζοντας κάποιους, όχι κατακρίνοντας όλους. Δεύτερον, να πνίξουμε, εξαφανίσουμε και εξαϋλώσουμε την εξωφρενική ιδέα υποβολής υποψηφιότητας στη FIFA για τη διεξαγωγή του Μουντιάλ του 2030 από την Ελλάδα μαζί με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία. Γιατί αυτή είναι μια ιδέα που συζητιέται στα σοβαρά. Κι είναι κάτι που αξίζει ό,τι ακτιβισμό και δράση χρειάζεται για να καταπνιγεί ώσπου να ξεχάσουν όλοι ότι κάποτε υπήρξε. Και το τρίτο; Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε το Κατάρ, ίσως να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον πραγματικό φταίχτη, την πηγή του προβλήματος, εκεί όπου, πράγματι, μας πέφτει κάποιος λόγος: τη FIFA. Είμαστε όλοι πελάτες της FIFA, καταναλωτές του προϊόντος της. Αν θέλετε κι εσείς να κάνετε κάποιο μποϊκοτάζ για τις απεχθείς συνθήκες στο Κατάρ, ή να επηρεάσετε το σε τι είδους χώρες θα διεξάγονται Μουντιάλ στο μέλλον, μπορείτε να μποϊκοτάρετε τις διοργανώσεις και τα προϊόντα της FIFA. Αν θέλετε να πιέσετε και να απαιτήσετε αλλαγές, κάντε διαδήλωση στη Ζυρίχη. Όχι ότι θα σας ακούσει κανένας εκεί, απαραιτήτως. Ο Πρόεδρος της FIFA Τζιάνι Ινφαντίνο, ας πούμε, δεν υπάρχει περίπτωση να σας ακούσει εκεί. Εδώ και ένα χρόνο, ζει στο Κατάρ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT