Το μίσος θεριεύει πάλι

1' 54" χρόνος ανάγνωσης

Το πιθανότερο είναι πως μεγάλωσε στην άκρη της πόλης. Μακριά από τις γοητευτικές, τις τριζάτες, τις καλές της γειτονιές, με τα χάι εντ σπίτια, τα καλοχτενισμένα πάρκα, τα αστραφτερά ρεστοράν. Σε τι σπίτι να μεγάλωσε άραγε; Μεγάλωσε σε σπίτι ή σε καρότσες φορτηγών και παρκάκια; Τι να έμαθε άραγε από τους γονείς του; Είχαν δουλειά; Πώς μεγάλωσαν τα παιδιά τους, πώς έβγαζαν τα προς το ζην; Πήγε σχολείο ή χυμούσε ξυπόλυτος σαν αγριμάκι στα αμάξια στα φανάρια; Το μόνο σίγουρο είναι πως, ως Ρομά, θα μεγάλωσε σε μια σκοτεινή παρένθεση της αγίας κοινωνίας μας, στην ώα της «κανονικής» ζωής. Με το βάρος του ρατσισμού να βαραίνει αφόρητα και διαρκώς τους ώμους και το κεφάλι του, να σκληραίνει το μυαλό του, τη συμπεριφορά του. Προχθές έφαγε πισωκέφαλα μια σφαίρα. Επειτα από άγρια καταδίωξη… πεντακοσίων μέτρων από τον τόπο του «εγκλήματος». Για 20 ευρώ, 16 χρονώ παιδί.

«Τι να έκαναν οι άνθρωποι, πήγε να πέσει πάνω τους», σχολιάζει ο ταξιτζής που με πηγαίνει στο γραφείο όταν ακούμε στο ραδιόφωνο για τα προχθεσινά επεισόδια που πυροδότησε ο πυροβολισμός στη Θεσσαλονίκη και στη Δυτική Αττική. Και στα σόσιαλ μίντια, ξεχειλίζει το feed μου από δηλητηριώδεις γενικεύσεις: οι Ρομά είναι επικίνδυνοι. Αμόρφωτοι. Παρανομούν. Κλέβουν. Τόσες ευκαιρίες τούς έχουν δοθεί και δεν αλλάζουν μυαλό. Αλλά και πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Εχουμε ουκ ολίγες φορές ακούσει συγκαιρινούς μας πολιτικούς και δημοσιογράφους να καταφέρονται εναντίον των Ρομά, συσπειρώνοντας γύρω τους φλογερούς εθνικιστές, φαιδρούς και επικίνδυνους «καθαρόαιμους» Ελληνες. Για σκέψου: ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων ματαιωμένες από τους εκλεγμένους με δημοκρατικές διαδικασίες άρχοντες του τόπου. Από τους λειτουργούς της δημοσιογραφίας.

Στο μυαλό μου έρχεται το «Μίσος» του Κασοβίτς, η κοινωνική ανάφλεξη που πυροδοτεί η περιθωριοποίηση συγκεκριμένων ομάδων. Στο μυαλό μου έρχεται ο Τζορτζ Φλόιντ, που δολοφονήθηκε επειδή χρησιμοποίησε σε συναλλαγή του ένα πλαστό εικοσαδόλαρο. Στο μυαλό μου έρχεται το οκτάχρονο τσιγγανάκι πρόπερσι στο Κερατσίνι. Που για ένα εικοσάλεπτο το συνέθλιβε η βαριά πόρτα του εργοστασίου, ενόσω περνούσε κόσμος δίπλα του και κάποιος, όταν είχε πια ξεψυχήσει, κλώτσησε για να δει αν ζει ή αν πέθανε. Στο μυαλό μου έρχεται μια φράση των Ολλανδών ιστοριογράφων Wim Willems, Leo Lucassen και Anna Marie Cottaar: «Αν αναζητήσει κανείς τους Τσιγγάνους στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, θα τους βρει μονάχα στις υποσημειώσεις». Οι Τσιγγάνοι είναι μια σταθερά ενοχλητική υποσημείωση. Και αυτό που ζούμε άλλη μία σκοτεινή στιγμή της κοινωνίας μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT