Προνόμια

3' 4" χρόνος ανάγνωσης

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ανδρέας Παπανδρέου εφηύρε (ή τουλάχιστον διέδωσε) τον νεολογισμό «μη προνομιούχοι Ελληνες». Ηταν μια έξυπνη κίνηση που του επέτρεψε να θριαμβεύσει πολιτικά χρησιμοποιώντας μια ουσιαστικά ανέξοδη ταξική ρητορική, καθώς μπορούσε να βάλλει εναντίον της «άρχουσας τάξης» και του «κατεστημένου» δίχως στην πραγματικότητα να απειλεί κανέναν. Σχεδόν όλοι οι Ελληνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους μη προνομιούχους και οι μόνοι προνομιούχοι ήταν κάποια φαντάσματα ή ίσως μόνο οι ξένοι.

Τι ακριβώς είναι όμως το προνόμιο; Ο όρος παραδοσιακά αναφέρεται σε δικαιώματα ή αγαθά που έχουν παραχωρηθεί με πρωτοβουλία κάποιας εξουσίας και στη βάση μιας λογικής διακρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό κάνουμε λόγο, π.χ., για τα προνόμια της αριστοκρατίας. Ταυτόχρονα, ο όρος απέκτησε και μεταφορική χρήση με αναφορά κυρίως στην πρόσβαση σε υλικά αγαθά (π.χ. «ο πλούτος είναι προνόμιο των λίγων»), ενώ παράλληλα απέκτησε σαφή αρνητική χροιά. Γι’ αυτό και σήμερα κάνουμε λόγο για επαγγελματικά δικαιώματα που προκύπτουν από αντικειμενικές διαδικασίες και όχι για επαγγελματικά προνόμια. Το δικαίωμα, δηλαδή, διαθέτει μια νομιμοποίηση που απουσιάζει από το προνόμιο.

Αντίθετα ίσως από ό,τι θα περίμενε κανείς, η αρνητική χροιά της έννοιας του προνομίου δεν το εξαφάνισε από το λεξιλόγιο. Το αντίθετο, επανεμφανίστηκε δυναμικά στις ΗΠΑ πριν από μερικά χρόνια. Αποτελεί πλέον συνηθισμένη ρητορική τακτική η απόρριψη κάποιων απόψεων επειδή υποτίθεται πως εκφράζουν το «λευκό προνόμιο», αρθρώνονται δηλαδή από μια θέση ισχύος που έχει προκύψει από μια φυλετική ιεραρχία. Θεωρητικά, η ομάδα που παραδοσιακά διαθέτει τα περισσότερα προνόμια είναι οι λευκοί άνδρες (που συνδυάζουν το φυλετικό με το έμφυλο προνόμιο), η θέση των οποίων πρέπει πλέον να υποχωρήσει στο όνομα της δικαιοσύνης και της ισότητας, όπως έγινε με τους αριστοκράτες στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Στην οπτική αυτή, οι «μη προνομιούχοι» Ελληνες του Ανδρέα Παπανδρέου αποδεικνύεται πως υπήρξαν εξόχως προνομιούχοι.

Είναι τελικά εντυπω- σιακή η αναντιστοιχία ανάμεσα σε φαινομενικά άκακες ανανοηματοδοτήσεις λέξεων και στα τεράστια διακυβεύματα που μπορεί να κουβαλούν.

Η συζήτηση θα είχε αποκλειστικά θεωρητικό ενδιαφέρον αν περιοριζόταν στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όμως – και όχι μόνο επειδή έχει ξεφύγει εδώ και χρόνια από τα όρια αυτά. Αφενός η υιοθεσία ενός ηθικού πλεονεκτήματος μεταφράζεται πολύ εύκολα σε επιχείρηση προσπορισμού υλικών πλεονεκτημάτων – σε κάποιες εκδοχές πρόκειται για ένα σύστημα μοριοδότησης όπου συγκεκριμένα ταυτοτικά χαρακτηριστικά προσδίδουν δικαιώματα ή, για να το πούμε διαφορετικά, προνόμια. Το επίδικο βέβαια αφορά τα χαρακτηριστικά των ομάδων εκείνων που δικαιούνται τη μεγαλύτερη ενίσχυση και εκεί τα πράγματα περιπλέκονται. Ποια ομάδα υπέφερε περισσότερο, οι γυναίκες ή οι έγχρωμοι και από τους έγχρωμους ποιοι ακριβώς; Η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ. Αφετέρου κανείς ποτέ δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστούν νέες ομάδες που ως ιστορικά, γεωγραφικά κ.λπ. μη προνομιούχες μπορούν να διεκδικούν δικαιώματα έναντι των προνομιούχων, δικαιώματα που επεκτείνονται δίχως τέλος. Γιατί να δεχθούμε, π.χ., πως η ατομική ιδιοκτησία είναι απαραβίαστη; Δεν συνιστά το κατεξοχήν προνόμιο; Στην ουσία οποιοδήποτε ατομικό αγαθό (από την υγεία και την ομορφιά έως την εξυπνάδα ή την αισθητική) μπορεί να θεωρηθεί προνόμιο – και επομένως να αμφισβητηθεί και να περιοριστεί.

Ενας τέτοιος κόσμος θα ήταν προφανώς δυστοπικός. Η τυπική αντίκρουση είναι πως και η παρούσα κατάσταση είναι δυστοπική, προϊόν δυστοπικών διαδικασιών του παρελθόντος. Πρόκειται για μια απόλυτα σχετικιστική προσέγγιση που αντιμετωπίζει την ιστορία ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος («τα αγαθά σου είναι προνόμια που μου αφαίρεσες»), ενώ απορρίπτει τόσο την ιδέα της προόδου («τα αγαθά σου προήλθαν από άνομες διαδικασίες») όσο και αυτήν της οικουμενικότητας (δεν υπάρχει κοινό καλό, μόνο ατομικά και ομαδικά προνόμια). Είναι τελικά εντυπωσιακή η αναντιστοιχία ανάμεσα σε φαινομενικά άκακες ανανοηματοδοτήσεις λέξεων και στα τεράστια διακυβεύματα που μπορεί να κουβαλούν. Οσο μεγάλη είναι και η ανάγκη για οξύ κριτικό ένστικτο.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT