Eνα πραγματικά δύσκολο, ίσως μάλιστα ανεπίλυτο, πρόβλημα του δημοκρατικού κοινωνικού κράτους είναι η ορθή αντιμετώπιση ανόμοιων καταστάσεων με ανόμοιο τρόπο και η μεταχείριση όμοιων καταστάσεων με όμοιο τρόπο. Είναι δύσκολο και πολυκαταγωγικό διότι όχι μόνο η λύση σκοντάφτει σε αντίδρομα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά διότι σε χώρες όπως η Ελλάδα με εκτεταμένη παραοικονομία, προσοδοθηρία, φορο-απo/δια/φυγή, αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα αλλά και βραδυπορούσα δικαιοσύνη, οι κοινωνικές υπηρεσίες της κεντρικής και της περιφερειακής διοίκησης κατά κανόνα αδυνατούν να εντοπίσουν τους πραγματικά έχοντες ανάγκη. Eτσι, λόγου χάριν, τα εκατομμύρια των επιδοτήσεων που δόθηκαν και δίνονται για την ενεργειακή φτώχεια, την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, το fuel pass κ.λπ. βοήθησαν πολύ λιγότερο ή/και ελάχιστα όσους υπόκεινται σε καθεστώς πολλαπλών κοινωνικοοικονομικών διακρίσεων και βρίσκονται ήδη εκτός του δικτύου κοινωνικής προστασίας (και είναι πολλοί/ές) και πολύ περισσότερο εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες που ήταν σε θέση να εμφανίζονται τύποις και τεχνηέντως ως έχουσες μεγαλύτερη ανάγκη από όσο πραγματικά είχαν και έχουν.
Για τους συνεπείς φορολογουμένους και τους όντως δυνητικά ωφελουμένους η κατάσταση αυτή γεννά αγανάκτηση, δυσανεξία, δυσπιστία, ίσως δε και μοιρολατρία. Στο πλαίσιο όμως του προσοδοθηρικού και ευνοιοκρατικού (crony) μικρο-καπιταλισμού, εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικά υποκείμενα λειτουργούν με την εγωκεντρική στρατηγική του «λαθρεπιβάτη»: ακόμα κι αν δεν συμφωνούν με όλες τις εκάστοτε ρυθμίσεις, πιθανολογούν ότι θα είναι εκείνοι που θα ευνοηθούν στον επόμενο (εκλογικό) κύκλο. Αυτό εξάλλου, και επί παραδείγματι, δεν συμβαίνει με τις επαναλαμβανόμενες ρυθμίσεις/τακτοποιήσεις ή/και νομιμοποιήσεις των αυθαιρέτων και τη «λαστιχοποίηση» της πολεοδομικής νομοθεσίας; Οπλο στη στρατηγική του «λαθρεπιβάτη» είναι βεβαίως η εξακολουθητικά μεγάλη διαφθορά (πολιτική και διοικητική) μέσω της οποίας συντελείται μια υπόγεια αναδιανομή εισοδήματος. Παρεμπιπτόντως, στην τελευταία μέτρηση ενός έμμεσου δείκτη διαφθοράς η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58η θέση μεταξύ 180 χωρών και βαθμολογείται με 49, όταν 100 σημαίνει «ελάχιστη» και μηδέν «πολύ μεγάλη διαφθορά» (https://www.transparency.org/en/cpi/2021/index/grc). Eπί χρόνια λοιπόν διαμορφώνεται αρρήτως και ανεπαισθήτως ένα συνενοχικό και συνάμα συναινετικό δίκτυ-δίκτυο που απορροφά μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας κυρίως των μεσαίων στρωμάτων.
Ετσι, το κανονιστικό περιεχόμενο της δημοκρατίας (ισότητα, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, διαφάνεια, λογοδοσία, υπευθυνότητα κ.λπ.) καθίσταται εν πολλοίς –και ενδεχομένως για τους πολλούς(;)– προσχηματικό. Η ίδια η δημοκρατία καθίσταται σε σημαντικό βαθμό προσχηματική υπό την έννοια ότι κυβερνητικές ελίτ και εκτεταμένες κατηγορίες ψηφοφόρων συμμερίζονται τη στάση του «ως εάν». Συμπεριφέρονται δηλαδή ως εάν να πιστεύουν και να δεσμεύονται από τις αξιακές βάσεις και τις ηθικές επαγγελίες της δημοκρατίας όταν στην πράξη τις καταστρατηγούν. Δεν πρόκειται για υποκρισία, αλλά για μια διαβρωτική κυνική στάση που συνάδει με τον νομικό φορμαλισμό, ένα παραδοσιακό στοιχείο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Ουδόλως επίσης αναφέρομαι στον απολύτως θεμιτό και υγιή σκεπτικισμό που οφείλουν να υιοθετούν οι δημοκρατικοί πολίτες έναντι της θεσμοποιημένης πολιτικής εξουσίας, στρέφοντας τα νώτα στη βολική και εύπιστη στάση του καταναλωτή του πολιτικού θεάματος.
Το πολιτικό σύστημα νομιμοποιείται μέσω της συναίνεσης σε άτυπους κανόνες που απλώς μιμούνται το δημοκρατικό πράττειν, το οποίο προσαρμόζεται στην προκρούστεια λογική του «ως εάν».
Στο φύλλο της 27ης/11/2022 της «Καθημερινής» ο κ. Κώστας Καλλίτσης αναφέρεται στη μειούμενη πολιτική και κοινωνική εμπιστοσύνη λόγω παλαιοκομματικών πρακτικών και των διαφόρων σκανδάλων, γεγονός που ασφαλώς αποδυναμώνει μεσο-μακροπρόθεσμα την υποστήριξη στους θεσμούς και στα όργανα της δημοκρατίας. Η τάση αυτή βέβαια δεν είναι καινούργια. Εδώ και περίπου 30 χρόνια αποτελεί ενδημικό χαρακτηριστικό της δημόσιας ζωής. Πολλές κοινωνιολογικές έρευνες, εγχώριες και διεθνικές, έχουν καταγράψει σαφείς τάσεις αποξένωσης από την πολιτική και τους πολιτικούς, κάτι που μεταξύ άλλων πιστοποιείται και από τη σταδιακή μείωση της συμμετοχής σε εκλογές πρώτης (βουλευτικές) και δεύτερης τάξεως (ευρωεκλογές κ.ά.). Σε συγκριτική μάλιστα βάση, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες χαμηλής κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης. Η διαπίστωση του κ. Καλλίτση είναι ορθή μεν, πλην όμως κατά τη γνώμη μου δεν καλύπτει το σύνολο του φαινομένου.
Εκείνο που χρήζει, εν προκειμένω, προσοχής είναι ότι η μειούμενη εμπιστοσύνη δεν οδηγεί συλλήβδην στην απο-νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και βέβαια όχι στην κατάρρευσή του. Για τις πολυπληθείς εκείνες κατηγορίες ψηφοφόρων οι αποβλέψεις των οποίων ικανοποιούνται από τις ρυθμίσεις του ευνοιοκρατικού καπιταλισμού, το πολιτικό σύστημα νομιμοποιείται μέσω της συναίνεσης σε άτυπους κανόνες που απλώς μιμούνται το δημοκρατικό πράττειν, το οποίο προσαρμόζεται στην προκρούστεια λογική του «ως εάν». Πρόκειται για μια μετα-δημοκρατική συνθήκη νομιμοποίησης μέσω της δυσπιστίας.
Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος του ΕΚΚΕ.