Συνταγματικά θεμιτή, αν και κομματικά υστερόβουλη

Συνταγματικά θεμιτή, αν και κομματικά υστερόβουλη

3' 3" χρόνος ανάγνωσης

Δεν φαίνεται να ανακύπτει, εκ πρώτης όψεως, ζήτημα αντισυνταγματικότητας από την τροποποίηση του εκλογικού νόμου που μόλις κατατέθηκε στη Βουλή.

Και τούτο, διότι με την τροπολογία δεν επέρχεται στέρηση εκλογικού δικαιώματος, είτε του δικαιώματος του εκλέγειν είτε του εκλέγεσθαι σε κάποιον. Απλώς προβλέπεται με απόφαση του Αρείου Πάγου ο αποκλεισμός της κατάρτισης εκλογικών σχηματισμών, δηλαδή η συμμετοχή στις εκλογές κόμματος ή συνδυασμού κομμάτων στην ηγεσία των οποίων μετέχουν πρόσωπα, είτε ονομαστικά και τυπικά είτε άτυπα και πραγματικά, που έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτοδίκως, για εγκλήματα που επισύρουν την ποινή κάθειρξης που προβλέπεται ειδικά από τον Ποινικό Κώδικα.

Το νέο που εισάγει στην εκλογική νομοθεσία η νομοθετική τροποποίηση είναι ότι αποκλείει τη συμμετοχή στις εκλογές κόμματος, του οποίου ηγέτης είναι στην πραγματικότητα πρόσωπο που έχει καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που αναφέρονται πιο πάνω. Ο αποκλεισμός της συμμετοχής του αρχηγού στις εκλογές είναι συνέπεια του αποκλεισμού από τις εκλογές του κόμματος του οποίου ηγείται, όχι λόγω έλλειψης εκλογικού δικαιώματος.

Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η διάταξη είναι φωτογραφική για τον Κασιδιάρη και επομένως ότι πρόκειται για νόμο ατομικό και άρα αντισυνταγματικό, επειδή αντίκειται στην αρχή της ισότητας, που επιβάλλει ο νόμος να είναι απρόσωπος, γενικός και αφηρημένος.

Η προσβολή όμως της τυπικής ισότητας είναι στην προκειμένη περίπτωση και θεμιτή και άρα συνταγματικά δικαιολογημένη, διότι θεσπίστηκε για λόγους προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και της δημοσίας τάξης και ασφάλειας, όπως προβλέπεται άλλωστε και στις διαδικασίες της αναγνώρισης σωματείων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το ζήτημα έχει απασχολήσει παλαιότερα τη νομολογία μας με αφορμή την ίδρυση φιλοβασιλικών σωματείων και τον έλεγχο από το δικαστήριο εκούσιας δικαιοδοσίας της νομιμότητας του σκοπού του.

Ο σκοπός της απαγορευτικής αυτής διάταξης είναι, πάντως, συνταγματικά θεμιτός και για έναν άλλο λόγο. Διότι δεν απαγορεύει τη συμμετοχή σε εκλογές κομμάτων για λόγους διάδοσης ή προβολής κάποιας ιδεολογίας ή κάποιων πολιτικών ιδεών, ακόμη και αντιδημοκρατικών, αλλά επειδή και εφόσον υπάρχει σχετική ποινική καταδίκη των ηγετών του. Η κρίση του δικαστή βασίζεται στην προκειμένη περίπτωση σε τεκμήριο αντικειμενικό και τεκμηριωμένο, που είναι η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματα από δράσεις που στοιχειοθετούν συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα και στοχεύουν στην ανατροπή ή προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τέλος, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, η εν λόγω διάταξη βασίζεται σε μία ειδική και ρητή συνταγματική ρύθμιση, εκείνη του άρθρου 29 παρ. 1Σ, η οποία επιτάσσει ρητά και απερίφραστα τα κόμματα να υπηρετούν την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η συνταγματική αυτή διάταξη, ως ειδική και συγκεκριμένη, επιτρέπει την παράκαμψη της διάταξης του 51 παρ. 3Σ, που προβλέπει τους λόγους στέρησης του εκλογικού δικαιώματος μόνο για λόγους αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Και τούτο, όχι τόσο διότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ως ειδική υπερισχύει της πρώτης, όσο διότι έχει διαφορετικό πεδίο και αντικείμενο εφαρμογής. Εκείνη αφορά τα εκλογικά προσόντα, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, τούτη τους όρους συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές.

Η διαπίστωση της συνδρομής του όρου της εξυπηρέτησης από τα κόμματα που κατέρχονται στις εκλογές, της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, γίνεται από τον Αρειο Πάγο, ύστερα από αξιολόγηση, μεταξύ των άλλων, και του τεκμηρίου της ποινικής ή μη καταδίκης του πραγματικού ή φερόμενου αρχηγού του κόμματος για τα συγκεκριμένα εγκλήματα.

Πάντως, με την εν λόγω ρύθμιση δεν απαγορεύεται η ίδρυση και λειτουργία κόμματος που φέρει τα προηγούμενα χαρακτηριστικά ούτε καθιερώνεται διαδικασία διάλυσής του, όπως και δεν εισάγεται λόγος στέρησης του εκλογικού δικαιώματος.

Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη τροπολογία κατατέθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, διότι τη συμφέρει εκλογικά και τη βοηθά στην επιδίωξη της αυτοδυναμίας, δεν την καθιστά συνταγματικά αθέμιτη. Ακόμη και αν είναι –και είναι– κομματικά υστερόβουλη. Αλλωστε, από τον αποκλεισμό ωφελούνται και τα πρώτα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT