Η αποτυχία των δημοσκοπήσεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, τρία τινά μπορεί να σημαίνει: α) Οι ερωτώμενοι μπαίνουν ευχαρίστως στον πειρασμό να πουν το ψεματάκι τους, για ποικίλους λόγους: επειδή δεν θέλουν να εγκλωβίζεται η άποψή τους για τα κοινά σε κουτάκια· επειδή είναι δύσπιστοι με τους δημοσκόπους· για να ξανανιώσουν και να σπάνε πλάκα έπειτα, βλέποντας να προβάλλονται τα αποτελέσματα με στολή επιστημονικής πληρότητας. β) Οι ερωτώντες, ο καθείς κατά την πολιτική του κλίση ή κατά την τηλεφωνική κλήση του παραγγελιοδότη, δεν αντέχουν επίσης στον πειρασμό να πειράξουν τα ευρήματά τους. Να τα στρογγυλέψουν κατά βούληση ή να κάνουν τις αναγωγές που βολεύουν τον πελάτη, είτε για κόμμα πρόκειται είτε για πολιτευόμενο που πάσχει από ψηφανασφάλεια βαριάς μορφής και πρέπει κάπως να ανακουφιστεί. γ) Ισχύει και το α΄ και το β΄, συγχρόνως, όπερ και το πιθανότερο. Ερωτώντες και ερωτώμενοι –ο καθείς «στον βαθμό που του αναλογεί», για να θυμηθούμε την κοινόχρηστη φόρμουλα αυτοαπαλλαγής από κάθε ευθύνη– δρουν σαν αλληλοϋποβλεπόμενοι συμπαίκτες σ’ ένα παίγνιο παραπλάνησης, εξαπάτησης, νόθευσης. Το αμφίπλευρο εσκεμμένο ψεύδος παράγει, πάντως, αλήθεια, σκληρή πολιτική αλήθεια. Και επίσης σκληρή πραγματικότητα, είτε διά της φιλοπαίγμονος προσποίησης («άλλο λέω κι άλλο ψηφίζω») είτε διά της παραποίησης στοιχείων («άλλο ψηφίζουν κι άλλο λέω ότι ψηφίζουν»), που μπορεί να οφείλεται σε αυθόρμητη πολιτική επιλογή (ο δημοσκόπος επιχειρεί να σύρει τον δήμο προς την περιοχή των ιδεολογικών επιθυμιών του) ή να είναι εξαγορασμένη. Μήπως δεν υπάρχουν δημοσκοπικές εταιρείες που μεροληπτούν κραυγαλέα υπέρ κόμματος με το οποίο συνδέονται «πνευματικά» και υλικά;
Αν στις δημοσκοπήσεις δεν είμαστε ακριβώς ο εαυτός μας αλλά ένα σκανταλιάρικο αντίγραφό του, στις έρευνες της κοινής γνώμης που δεν έχουν σχέση με την τρέχουσα πολιτική αλλά αναζητούν κάτι βαθύτερο, στάσεις, αντιλήψεις, αξίες, εμφανιζόμαστε αυτοεξιδανικευμένοι. Απαντούμε έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα ωραίο, φωτεινό ομοίωμά μας, και παρουσιάζουμε το ίνδαλμά μας σαν αυθεντική εικόνα μας. Πού το πρόβλημα; Το άθροισμα των ατομικών φωτεινών ομοιωμάτων, έτσι όμως το βλέπουμε γύρω μας να αποτελεί ό,τι εννοούμε ως κοινωνία, είναι γκρίζο, θολό, αποκαρδιωτικό. Παγιδευμένοι από το άγχος της αυτοαγιογράφησης, πέφτουμε σε εξόφθαλμες αντιφάσεις όταν συμμετέχουμε σε έρευνες κοινού. Την παθαίνουμε όπως όσοι επιχειρούν να ξεγελάσουν τον ψυχολόγο, όταν, απαντώντας στα γνωστά τεστ, ζωγραφίζουν έναν άλλον εαυτό, ιδεώδη και καθ’ όλα υγιή: δεν συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν και ερωτήσεις παγιδευτικά αλληλοσυμπληρωματικές, για να ελέγχονται οι ψευδόμενοι.
Οι ερωτώμενοι μπαίνουν ευχαρίστως στον πειρασμό να πουν το ψεματάκι τους, για ποικίλους λόγους.
Ενα παράδειγμα αποκαλυπτικά αντιφατικών απαντήσεων: Τον Μάιο του 2019 δημοσιεύτηκαν τα ευρήματα μιας έρευνας της διεθνούς μη κερδοσκοπικής οργάνωσης «More in Common». Αντικείμενο της έρευνας σε δείγμα 2.000 πολιτών οι «Αντιλήψεις περί εθνικής ταυτότητας, μετανάστευσης και προσφύγων στην Ελλάδα». Το 68% των ερωτηθέντων δήλωσε «ανήσυχο από την αύξηση του ρατσισμού» στη χώρα μας. Παρά κάτι οι εφτά στους δέκα. Μολαταύτα, το εντυπωσιακό 68% συνυπάρχει με ένα 41% που δηλώνει καχύποπτο με τους μετανάστες, επειδή «έχουν προτεραιότητα στα οφέλη στη στέγαση» (κατακαημένη Μόρια, παντέρμη Αμυγδαλέζα), καθώς και με ένα 42% που ανησυχεί «επειδή οι μετανάστες δημιουργούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία». Επιπλέον, το 68% της κατανόησης, της έγνοιας κτλ., που οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι «σε σύγκριση με τους άλλους εθνικούς μέσους όρους, οι Ελληνες βρίσκονται πολύ πιο πάνω στα ζητήματα που αφορούν την ενσυναίσθηση και την πίστη στην ανάγκη βοήθειας των προσφύγων», συνυπάρχει με το 51% που πιστεύει ότι η μετανάστευση είναι κακή για την Ελλάδα. Ο λόγος; Ο,τι διακινούν σαν δόγμα τουλάχιστον τα μισά ΜΜΕ και κάμποσα κόμματα και αποκόμματα στα δεξιά και τα ακροδεξιά του φάσματος: «Eπιβαρύνει το κράτος πρόνοιας και αποστραγγίζει πόρους που θα μπορούσε να δαπανηθούν για τους Ελληνες». Δεν είμαστε βέβαια διπολικοί. Απλώς δηλώνουμε ότι είμαστε πράγματι αυτό που ίσως θα θέλαμε να είμαστε ή αυτό που φανταζόμαστε ότι είμαστε. Μήπως άραγε δεν δηλώνουμε και χριστιανοί, αρκούμενοι στη μεγαλοβδομαδιάτικη ρουτίνα, ή αριστεροί, αρκούμενοι στην επίσης ρουτινιέρικη υπερψήφιση κομμάτων που κι αυτά δηλώνουν αριστερά;
Ας αφήσουμε το τόσο φιλόξενο 2019. Αλλωστε τω καιρώ εκείνω, Οκτώβριο του 2019, ακόμα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε στη Βουλή –μάρτυς το σχετικό βίντεο, ένα από τα βάιραλ της προεκλογικής αλληλοέκθεσης ημαρτημένων– πως «ούτε φράχτες θέλουμε ούτε τείχη, κανόνες θέλουμε». Κι ας δούμε τα πορίσματα μιας πρόσφατης έρευνας της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού σε δείγμα 2.000 ατόμων. Οι απαντήσεις στην ερώτηση «Ποια θεωρείτε ότι είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τα επόμενα είκοσι χρόνια», μας εμφανίζουν εξαιρετικά ευαισθητοποιημένους περιβαλλοντικά. Η κλιματική αλλαγή κρίθηκε ο σοβαρότερος κίνδυνος από το 39%, η οικονομική κρίση από το 35%, η ανεργία/επαγγελματική αποκατάσταση από το 29%, η καταστροφή/ρύπανση του περιβάλλοντος από το 28%, η οικονομική δυσχέρεια από το 26%, η ενεργειακή κρίση από το 18%, το ενδεχόμενο πολέμου από το 12%, όσο και η οικονομική ανισότητα..
Η μετανάστευση; Η «εισβολή»; Το «σχέδιο της μεγάλης αντικατάστασης»; Ο «αποχριστιανισμός της Ελλάδας και της Ευρώπης»; Δεν θεωρούνται σοβαρός κίνδυνος (και μολαταύτα το αποτέλεσμα στην κάλπη της 21ης Μαΐου θα κριθεί και από το πόσο θα πιάσει η φραχτόφιλη αντιμεταναστευτική κινδυνολογία). Παρότι όμως δηλώνουμε πεπεισμένοι οικολόγοι σε υψηλό ποσοστό, η έρευνα δείχνει ότι, «λόγω της πανδημίας», οι «πολύ ενεργοί» περιβαλλοντικά μειώθηκαν από το 33% στο 28%, οι δε «μη ενεργοί» αυξήθηκαν από το 25% στο 33%. Το βλέπουμε και γύρω μας. Στις πόλεις μας, που παραμένουν ρυπαρές, με ισχνότατες πράσινες νησίδες. Στις εθνικές οδούς, στολισμένες με τα απορρίμματα των γιωταχήδων. Στην πυροπροστασία, που έπεται της πυρκαγιάς. Στην προχθεσινή σφαγή χιλιάδων τρυγονιών, με την άδεια της πολιτείας. Στα νησιά μας, που ετοιμάζονται να σπάσουν κάθε ρεκόρ, προσέλευσης τουριστών αφενός, εξάντλησης των φυσικών τους πόρων αφετέρου. Κατακαημένη Μύκονος, παντέρμη Ζάκυνθος.