Οι πόλεμοι και η κρίση χρέους των ΗΠΑ

5' 21" χρόνος ανάγνωσης

Το 2000, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έφτανε τα 3,5 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχούσε στο 35% του ΑΕΠ. Μέχρι το 2022, το χρέος είχε φτάσει τα 24 τρισ. δολάρια, ήτοι 95% του ΑΕΠ. Το χρέος των ΗΠΑ αυξάνεται ραγδαία, εξ ου και η σημερινή κρίση χρέους της Αμερικής. Ωστόσο, και οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί αδυνατούν να δουν τη λύση: τον τερματισμό των πολέμων εξ επιλογής της Αμερικής και τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών.

Ας το δημόσιο χρέος είχε παραμείνει στο ταπεινό 35% του ΑΕΠ, όπως το 2000, το σημερινό χρέος θα ανερχόταν σε 9 τρισ. και όχι 24 τρισ. δολάρια. Για ποιο λόγο η κυβέρνηση των ΗΠΑ απέκτησε το επιπλέον χρέος; Ο σημαντικότερος λόγος είναι ο εθισμός της αμερικανικής κυβέρνησης στον πόλεμο και στις στρατιωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Watson του Πανεπιστημίου Brown, το κόστος των αμερικανικών πολέμων από το 2001 έως το 2022 ανήλθε στο ποσό των 8 τρισ. δολαρίων, δηλαδή πάνω από το μισό του επιπλέον χρέους των 15 τρισ. δολαρίων. Τα υπόλοιπα 7 τρισ. προέκυψαν περίπου ισομερώς από τα δημοσιονομικά ελλείμματα που προκλήθηκαν από την οικονομική κρίση του 2008 και την πανδημία.

Για να ξεπεραστεί η κρίση χρέους, η Αμερική πρέπει να σταματήσει να τροφοδοτεί το στρατιωτικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα (MIC), το πιο ισχυρό λόμπι στην Ουάσιγκτον. Οπως είχε προειδοποιήσει ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ το 1961: «Στα κυβερνητικά συμβούλια, πρέπει να προφυλαχθούμε από την απόκτηση αδικαιολόγητης επιρροής, είτε επιδιωκόμενης είτε όχι, από το στρατιωτικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα. Η πιθανότητα καταστροφικής ανόδου της ακατάλληλης εξουσίας υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει». Από το 2000, το MIC οδήγησε τις ΗΠΑ σε καταστροφικούς πολέμους εξ επιλογής στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη και τώρα στην Ουκρανία.

Το MIC υιοθέτησε εδώ και πολύ καιρό μια νικηφόρα πολιτική στρατηγική φροντίζοντας ο στρατιωτικός προϋπολογισμός να φτάνει σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Η Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου υπενθύμισε πρόσφατα: «Οι αμυντικές δαπάνες αγγίζουν την περιφέρεια κάθε μέλους του Κογκρέσου μέσω των μισθών και των παροχών στους στρατιωτικούς εν ενεργεία και εν αποστρατεία, των οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων των εγκαταστάσεων, της προμήθειας οπλικών συστημάτων και εξαρτημάτων από την τοπική βιομηχανία, κ.α.».

Οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ ανέρχονται σήμερα σε περίπου 900 δισ. δολάρια, σχεδόν το 40% του παγκόσμιου συνόλου. Το 2022 ήταν τριπλάσιες από αυτές της Κίνας. Σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου, οι στρατιωτικές δαπάνες για την περίοδο 2024-33 θα ανέλθουν στο ποσό των 10,3 τρισ. δολαρίων με βάση τα σημερινά δεδομένα. Το ένα τέταρτο ή και παραπάνω από αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τον τερματισμό των πολέμων εξ επιλογής της Αμερικής, το κλείσιμο πολλών από τις περίπου 800 αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον κόσμο και τη σύναψη νέων συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών με την Κίνα και τη Ρωσία.

Ωστόσο, αντί για την ειρήνη μέσω διπλωματίας και δημοσιονομικής ευθύνης, το MIC τρομοκρατεί τακτικά τον αμερικανικό λαό με περιγραφές κακών τύπου κόμικς, τους οποίους οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν πάση θυσία. Ο κατάλογος μετά το 2000 περιλαμβάνει τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, τον Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, τον Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία και πρόσφατα τον Σι Τζινπίνγκ στην Κίνα. 


Μια εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη στην ειρήνη θα έβρισκε σθεναρή αντίδραση από το λόμπι της στρατιωτικής βιομηχανίας, αλλά όχι από τους πολίτες. Ηδη υπάρχει μια σημαντική πλειοψηφία πολιτών που επιθυμεί μικρότερη ανάμειξη των ΗΠΑ στις υποθέσεις άλλων χωρών και λιγότερες αποστολές αμερικανικών στρατευμάτων στο εξωτερικό. Οσον αφορά την Ουκρανία, οι Αμερικανοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία επιθυμούν έναν «μικρό ρόλο» (52%) και όχι έναν «μεγάλο ρόλο» (26%) στη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Μια εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη στην ειρήνη θα έβρισκε σθεναρή αντίδραση από το λόμπι της στρατιωτικής βιομηχανίας, αλλά όχι από τους πολίτες.

Ενώ οι πόλεμοι που επέλεξε η Αμερική υπήρξαν τρομεροί για εκείνη, αποδείχθηκαν πολύ καταστροφικότεροι για τις χώρες που υποτίθεται ότι έσωζε. Οπως είπε ο Κίσινγκερ: «Το να είσαι εχθρός των ΗΠΑ μπορεί να είναι επικίνδυνο, αλλά το να είσαι φίλος είναι μοιραίο». Ο σκοπός της Αμερικής, από το 2001 έως το 2021, ήταν το Αφγανιστάν, μέχρι που οι ΗΠΑ το άφησαν διαλυμένο, χρεοκοπημένο και πεινασμένο. Πλέον η Ουκρανία είναι εκείνη που βρίσκεται στην αγκαλιά της Αμερικής, με τα ίδια πιθανά αποτελέσματα: συνεχιζόμενος πόλεμος, θάνατος και καταστροφή.

Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός θα μπορούσε να περικοπεί συνετά και σε βάθος, αν οι ΗΠΑ αντικαθιστούσαν τους πολέμους εξ επιλογής και τους εξοπλισμούς με πραγματική διπλωματία και συμφωνίες εξοπλισμών. Αν οι πρόεδροι και τα μέλη του Κογκρέσου είχαν ακούσει τις προειδοποιήσεις κορυφαίων Αμερικανών διπλωματών, όπως ο Ουίλιαμ Μπερνς, πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία το 2008 και τώρα διευθυντής της CIA, οι ΗΠΑ θα είχαν προστατεύσει την ασφάλεια της Ουκρανίας μέσω της διπλωματίας, συμφωνώντας με τη Ρωσία ότι δεν θα επέκτειναν το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, αν η Ρωσία κρατούσε επίσης τον στρατό της μακριά από την Ουκρανία. Ωστόσο, η αδιάκοπη επέκταση του ΝΑΤΟ αποτελεί αγαπημένη υπόθεση του MIC – τα νέα μέλη του ΝΑΤΟ είναι σημαντικοί πελάτες των αμερικανικών εξοπλισμών.

Οι ΗΠΑ έχουν επίσης εγκαταλείψει μονομερώς βασικές συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών. Το 2002 αποχώρησαν μονομερώς από τη Συνθήκη κατά των Βαλλιστικών Πυραύλων. Και αντί να προωθήσουν τον πυρηνικό αφοπλισμό, όπως υποχρεούνται να πράξουν οι ΗΠΑ και οι άλλες πυρηνικές δυνάμεις, το στρατιωτικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα έχει περάσει στο Κογκρέσο σχέδια για δαπάνες άνω των 600 δισ. δολαρίων έως το 2030 για τον «εκσυγχρονισμό» του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ.

Τώρα το MIC συζητάει την προοπτική πολέμου με την Κίνα για την Ταϊβάν. Τα κύμβαλα του πολέμου με την Κίνα τροφοδοτούν τον στρατιωτικό προϋπολογισμό, ωστόσο ο πόλεμος αυτός μπορεί εύκολα να αποφευχθεί αν οι ΗΠΑ τηρήσουν την πολιτική της Μίας Κίνας που στηρίζει ορθά τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας. Ενας τέτοιος πόλεμος θα έπρεπε να είναι αδιανόητος. Πέρα από τη χρεοκοπία των ΗΠΑ, θα μπορούσε να καταστρέψει τον κόσμο.

Οι στρατιωτικές δαπάνες δεν είναι η μόνη πρόκληση του προϋπολογισμού. Η δημογραφική γήρανση και οι αυξανόμενες δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης προσθέτουν στα δημοσιονομικά προβλήματα. Σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού, το χρέος θα φθάσει το 185% του ΑΕΠ μέχρι το 2052 εάν οι τρέχουσες πολιτικές παραμείνουν αμετάβλητες. Το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να περιοριστεί, ενώ οι φόροι επί των πλουσίων θα πρέπει να αυξηθούν. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του στρατιωτικού – βιομηχανικού λόμπι είναι το πρώτο ζωτικής σημασίας βήμα για να μπει τάξη στα δημοσιονομικά της χώρας, κάτι που είναι απαραίτητο για να σωθούν οι ΗΠΑ, και ενδεχομένως ο κόσμος.

Ο κ. Τζέφρι Σακς είναι οικονομολόγος, καθηγητής στη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT