Γιατί δεν φόβισε η «κυριαρχία» Μητσοτάκη

Γιατί δεν φόβισε η «κυριαρχία» Μητσοτάκη

3' 41" χρόνος ανάγνωσης

Στις εκλογές του Μαΐου ο Μητσοτάκης έγινε ο δεύτερος πρωθυπουργός στη Μεταπολίτευση που κατάφερε να επανεκλεγεί για δεύτερη θητεία με υψηλότερο ποσοστό από την πρώτη. Ο προηγούμενος ήταν ο Κώστας Σημίτης το 2000. Ταυτόχρονα επικράτησε του Τσίπρα με 20 μονάδες διαφορά.

Την επομένη ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλέστηκε τον φόβο μιας «κυριαρχίας» Μητσοτάκη για να συσπειρώσει το αντιδεξιό ακροατήριο και να ανατρέψει τους συσχετισμούς. Ωστόσο, στις εκλογές του Ιουνίου η Ν.Δ. επικράτησε και πάλι διευρύνοντας τη διαφορά, που έφθασε σχεδόν στις 23 μονάδες.

Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί δεν φόβισε το εκλογικό σώμα μια «κυριαρχία» Μητσοτάκη.

Κατ’ αρχάς είναι δύσκολο να φοβίσει κάτι που έχει γενικώς ξανασυμβεί. Δεν είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένα κόμμα εκλέγεται με ποσοστό υψηλότερο του 40%. Ολοι οι πρωθυπουργοί προ της οικονομικής κρίσης είχαν ξεπεράσει το αντίστοιχο όριο. Βεβαίως είχαν κατά κανόνα απέναντι μια ισχυρή αντιπολίτευση. Με εξαίρεση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974 που αντιμετώπιζε μια Ενωση Κέντρου του 20,7%. Και τότε όμως η εξέλιξη για τη χώρα υπήρξε ιστορικά θετική: ο Καραμανλής αποκατέστησε τη Δημοκρατία και ενσωμάτωσε την Ελλάδα στην Ευρώπη.

Ακόμη, η στρατηγική του αντιδεξιού φόβου το 2023 ήταν πολύ δύσκολο να βρει εύφορο πολιτικό έδαφος όπως το 2019. Τότε ο Τσίπρας υποστήριζε ότι σε περίπτωση εκλογής της Ν.Δ., η λιτότητα θα επανέλθει, οι συντάξεις θα μειωθούν, τα επιδόματα θα καταργηθούν και στο Δημόσιο θα γίνουν απολύσεις. Κάτι που συνέβαλε, μεταξύ άλλων, στη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ που έλαβε 31,5%.

Oι φόβοι όμως αυτοί στα χρόνια που ακολούθησαν δεν επιβεβαιώθηκαν. Αντί για λιτότητα εφαρμόστηκε επεκτατική πολιτική – λόγω και της πανδημίας. Οι συντάξεις αυξήθηκαν, τα επιδόματα πολλαπλασιάστηκαν και αντί για απολύσεις στο Δημόσιο έγιναν προσλήψεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ν.Δ. επικράτησε, βάσει του exit poll του Ιουνίου, με σημαντική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ στους συνταξιούχους, τους ανέργους, τους δημοσίους υπαλλήλους και στις φτωχές συνοικίες της Δυτικής Αθήνας, της Δυτικής Αττικής και της Β΄ Πειραιώς. Οπως άλλωστε και σε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνικές ομάδες.

Στην αποδυνάμωση των αντιδεξιών ανακλαστικών φαίνεται πως έπαιξε ρόλο και η συμμετοχή στη Ν.Δ. πασοκογενών στελεχών. Είναι ενδεικτικό ότι ο Πιερρακάκης πρώτευσε στην Α΄ Αθηνών και ο Χρυσοχοΐδης στον Δυτικό Τομέα.

Η Ν.Δ. διατήρησε την πολυσυλλεκτικότητα της εκλογικής βάσης της.

Παράλληλα, ο Μητσοτάκης παρέμεινε κυρίαρχος στον μεσαίο χώρο. Βάσει του exit poll, στους κεντρώους ψηφοφόρους η Ν.Δ. έλαβε 35,8% έναντι 31,7% για το ΠΑΣΟΚ και 12,5% για τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ενδιαφέρον ότι η Ν.Δ. διατήρησε την πολυσυλλεκτικότητα της εκλογικής βάσης της, παρότι υποχώρησαν σημαντικά τα αντι-ΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά λόγω της καθίζησης του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι που αφενός οφείλεται σε μια ιδεολογική μετατόπιση του μέσου ψηφοφόρου πιο κοντά σε μια κεντροδεξιά παρά σε μια κεντροαριστερή ατζέντα. Αφετέρου στο πολιτικό brand name του πρωθυπουργού. Στην πρώτη του θητεία επιδόθηκε σε μια «διαρκή (προ)εκλογική εκστρατεία» με καθημερινή παρουσία σε ΜΜΕ και social media, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων για τη χάραξη στρατηγικής ώστε να «συντονίζεται» με την κοινή γνώμη.

Κάτι που, μεταξύ άλλων, αποτυπώθηκε εμφατικά σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στην επιλογή να απολογείται δημόσια για κυβερνητικά λάθη, όπως π.χ. η διαχείριση των πυρκαγιών, των χιονοπτώσεων και των υποκλοπών. Πετυχαίνοντας έτσι να εκτονώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια, να αφαιρεί επιχειρήματα από την αντιπολίτευση και να επιβραδύνει την αναπόφευκτη κυβερνητική φθορά. Δεύτερον, στην επιτυχή χρήση των social media και ειδικά του TikTok που του επέτρεψε να αποδυναμώσει, στα μάτια των νεότερων, το στερεότυπο του «απόμακρου εκπροσώπου των ελίτ» που «δεν νοιάζεται για τον απλό πολίτη».

Τέλος υπάρχει ίσως κι ένας βαθύτερος πολιτικός λόγος που εξηγεί την αποδυνάμωση του γενικότερου φόβου για την πολιτική κυριαρχία ενός κόμματος. Η δημοκρατία μας του χρόνου κλείνει μισόν αιώνα ζωής. Αποτελεί την πληρέστερη και καλύτερη δημοκρατία που γνώρισε ποτέ ο τόπος από συστάσεως νεοελληνικού κράτους. Οι δημοκρατικοί μας θεσμοί, παρά τις πιέσεις που δέχθηκαν τη δεκαετία της κρίσης, τελικώς άντεξαν. Η χώρα παρέμεινε στο ευρώ και στην Ε.Ε. Η διάκριση των εξουσιών είναι υπαρκτή, η Δικαιοσύνη (παρά τα προβλήματα) λειτουργεί, οι Ανεξάρτητες Αρχές επίσης, τα ΜΜΕ παραμένουν πολυφωνικά και η κοινωνία των πολιτών είναι ενεργή. Βεβαίως η αντιπολίτευση είναι αδύναμη και κατακερματισμένη. Αργά ή γρήγορα, όμως, το κομματικό σύστημα θα ανασυγκροτηθεί και θα βρει ένα νέο σημείο ισορροπίας με άξονα, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, τον ευρύτερο μεσαίο χώρο. Εχει, άλλωστε, ξανασυμβεί. Συνολικά, τα θεσμικά αντίβαρα υπάρχουν.

*Ο κ. Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το βιβλίο του «Διαρκής εκλογική εκστρατεία σε συνθήκες διαρκούς κρίσης: οι πρωθυπουργοί Α. Σαμαράς, Α. Τσίπρας, Κ. Μητσοτάκης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT