Της οικίας ημών εμπιπραμένης…

4' 40" χρόνος ανάγνωσης

Την Καλιφόρνια οι πολλοί την ξέρουμε –λίγο, πιο λίγο και από το ελάχιστα– από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, από τα «Σταφύλια της οργής» του Τζον Στάινμπεκ ας πούμε. Κι όσοι διαβάζαμε κάποτε μετά μανίας καουμπόικα, και πρώτα πρώτα τον Λουίς Λ’ Αμούρ, και βλέπαμε ταινίες γουέστερν, ας ήταν και μπι-μούβι, είχαμε πέσει κάμποσες φορές πάνω στην οροσειρά Σιέρα Νεβάδα και την έρημο Μοχάβι, και αφήναμε τη φαντασία μας να τις γεωγραφήσει κατά το γούστο της. Στην Κοιλάδα του Θανάτου της ερήμου αυτής, διαβάζουμε τώρα, πολιορκημένοι από καύσωνες και πυρκαγιές και βομβαρδισμένοι από αργοπορημένες και γι’ αυτό αναποτελεσματικές ειδήσεις για την κλιματική κατάρρευση, καταγράφτηκε τον Ιούλιο του 1913 η υψηλότατη θερμοκρασία των 56,6 βαθμών Κελσίου. Το σύγχρονο ρεκόρ της περιοχής, χαμηλότερο, ίσως λόγω των πολύ ακριβέστερων οργάνων καταμέτρησης, σημειώθηκε προ τριετίας: 54,5° C. Το πανευρωπαϊκό ρεκόρ, που το αναγνώρισε επίσημα ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός προ ημερών, είναι οι 48,8° C που καταγράφτηκαν στη Σικελία στις 11.8.2021. Η Αθήνα, με τους 48 βαθμούς της στις 10.7.1977, έμεινε δεύτερη.

Η μανία του Τικ-Τοκ, του Ινσταγκραμ και των λοιπών μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι αμάχητη, το ξέρουμε. Χάρη σ’ αυτήν κερδίζονται πλέον και εκλογές, αλλά κερδίζονται από εκείνους που τα χρησιμοποιούν δίχως ενδοιασμούς και δίχως αιδώ, όντας ήδη πολιτογραφημένοι στον κόσμο τους, και όχι από ενοχικά διστακτικούς επισκέπτες τους, που δεν τα νιώθουν δικά τους, άρα ούτε κι αυτά τούς νιώθουν δικούς τους, και τους απορρίπτουν. Η ίδια μανία, της άμεσης δημοσίευσης ιδιωτικών στιγμών, έφερε έως τις οθόνες μας (τρεις για τον καθέναν, μάλλον σαν τις ισάριθμες Μοίρες παρά σαν τις Χάριτες: κινητό, κομπιούτερ, τηλεόραση) τους ευτυχισμένους τουρίστες της Κοιλάδας του Θανάτου.

Αγνοώντας με φρόνημα ηρωικό τις προειδοποιητικές ανακοινώσεις των Αμερικανών μετεωρολόγων και τις πινακίδες μέσα στην ίδια την Κοιλάδα («Caution! Extreme heat danger»), επέλεξαν να διανύσουν χιλιόμετρα και, νιώθοντας κάπως σαν πιονιέροι της Κόλασης, να στηθούν για χαζοχαρούμενη φωτογράφιση δίπλα στον ηλεκτρονικό πίνακα αναγραφής της θερμοκρασίας: 130 βαθμοί Φαρενάιτ = 54 βαθμοί Κελσίου (φωτογραφίζεται μια κυρία με γούνα και σορτς). 56° C = 132° F, ένας παππούς μ’ ένα γούνινο σκυλάκι στο χέρι του. Κ.ο.κ. Δίπλα στον πίνακα, μια μοναχική φιγούρα σαν κι αυτές που βλέπουμε αρκετά συχνά σε δυστοπικές ταινίες. Ενας «κουλτουριάρης» – ή ένας «αλαφροΐσκιωτος». Κρατάει ένα μικρό πλακάτ με το δυσοίωνο μήνυμα «Happy Death Day» και λέει το τραγουδάκι που τραγουδάει όλη η οικουμένη επί γενεθλίων (και μά την αλήθεια, μετράω σαν ήττα της ποίησής μας το ότι δεν έχει καταφέρει ακόμα να θεραπεύσει εκείνο το ανοητούτσικο «μία σοφός»).

Πολύ ευγενικά για τα αμερικανικά ήθη, οι φύλακες προσπαθούν να απομακρύνουν τον κομιστή του πικρού αγγέλματος. Για να μη χαλάει με την αυτοσαρκαστική παρουσία του τα ενσταντανέ των ενθουσιασμένων κλιματικών τουριστών, που καμία σχέση δεν έχουν με τους κλιματικούς μετανάστες και πρόσφυγες· αυτοί πρέπει να βγάλουν σέλφι τον θάνατό τους για να γίνουν «διάσημοι», αλλά και τότε ακόμα πολλοί δεν τους πιστεύουν. Αν ήξερε από Αίσωπο ο αγγελιοφόρος-μοιρολογητής, σκέφτομαι, και, κυρίως αυτό, αν υπέθετε ότι έστω ένας στους εκατό ακροατές του δεν θα τον έβρισκε τρελό, θα τους έλεγε τον μύθο των σαλιγκαριών.

Ακούμε άλλη μια φορά την κρατική μηχανή να αυτοθαυμάζεται, μιλώντας για άριστη προετοιμασία, εξαιρε- τικό συντονισμό και λαμπρή επικράτηση της «κουλτούρας της εκκένωσης» (αυτό είναι το νέο δόγμα).

Τίτλος του μύθου, «Κοχλίαι». «Γεωργού παις κοχλίας ώπτει», λέει ο Αίσωπος για το χωριατόπουλο που έψηνε στα κάρβουνα σαλιγκάρια, «χοχλιούς» στην κρητική διάλεκτο, πήρε τον ήχο του ψησίματος σαν τραγούδι και ελεεινολόγησε το γεύμα του: «Ω κάκιστα ζώα, των οικιών υμών εμπιπραμένων αυτοί άδετε;». Ρε ηλίθια πλάσματα, εδώ καίγεστε κι εσείς το ρίξατε στα άσματα; Τι δηλοί ο λόγος; «Οτι παν το παρά καιρόν δρώμενον επονείδιστον». Οτιδήποτε γίνεται άκαιρα, είτε βιαστικά είτε αργοπορημένα, είναι επαίσχυντο, κατακριτέο, βλακώδες. Και, δυστυχώς, απολύτως συνηθισμένο. Εθνικά, ευρωπαϊκά, παγκοσμίως.

Τι βλέπουμε με τις πυρκαγιές στον Νέο Κουβαρά, το Λουτράκι, τα Δερβενοχώρια; Τα συνηθισμένα, τα αναμενόμενα. Οι φλόγες κατατρώνε άλλη μια φορά την Αττική, μετατρέποντάς τη σε θαν-Αττική, με αποτεφρωμένα πια τα ευεργετικά βουνά της, και βεβαίως με ξεραμένα ή μπαζωμένα τα ποτάμια της. Κι εμείς όλοι, ψηφίσαντες και μη ψηφίσαντες, ακούμε άλλη μια φορά την κρατική μηχανή να αυτοθαυμάζεται με ανυπόφορη αμετροέπεια, μιλώντας για άριστη προετοιμασία, εξαιρετικό συντονισμό και λαμπρή επικράτηση της «κουλτούρας της εκκένωσης» (αυτό είναι το νέο δόγμα).

Οι ευθύνες; Το μπλε επιτελικό κράτος τις μετακυλίει είτε στην Κλιματική Αλλαγή, δηλαδή στο πουθενά και στον κανέναν, είτε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία στη συντριπτική της πλειονότητα έχει διαφορετικό χρώμα: είναι γαλάζια… Για να μην πληγεί η εικόνα της κορυφής και του Κορυφαίου, ας πεταχτούν στ’ αποκαΐδια και πέντε και δέκα δήμαρχοι και περιφερειάρχες. Εύκολα βρίσκονται άλλοι.

Ναι. Το σπίτι μας, ο πλανήτης Γη, που το μοιραζόμαστε με όλα τα ζωντανά της πλάσης, έχει πάρει φωτιά. Οι καύσωνες, «Κέρβεροι», «Χάροντες» και λοιπά δεινώνυμα, διαδέχονται ο ένας τον άλλον στη φλεγόμενη Μεσόγειο, που, μαθημένη όπως είναι να βιοπορίζεται από τον τουρισμό, τον τίμιο αλλά και τον γδαρτικό, βλέπει έντρομη να απαξιώνεται ραγδαία το προϊόν της, απροετοίμαστη για οποιαδήποτε εναλλακτική. Επιχειρηματίες και μη, λουόμενοι και εγκλωβισμένοι στις αστικές υποχρεώσεις, παρακολουθούμε αμήχανοι την ίδια την αποτέφρωσή μας. Διχασμένοι σε όσους τραγουδούν αμέριμνοι, ή και βέβαιοι πως η κλιματική κρίση είναι ένα ψέμα, μια συνωμοσία των Εβραιομασόνων, και του Σόρος φυσικά, και σε όσους μοιρολογούν από μέσα τους.

Το βόρειο ημισφαίριο, το ισχυρό και αναπτυγμένο, Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρώπη, Κίνα, ασφυκτιά από τις παρατεταμένα υψηλότατες θερμοκρασίες. Και είναι καλοκαίρι, και τα σχολεία κλειστά. Δεν πρόκειται λοιπόν να δούμε μαθητικές διαδηλώσεις οργής και ικεσίας, όπως έγινε την Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019 (όταν πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά σε εκατό χώρες βγήκαν στους δρόμους διεκδικώντας το μέλλον τους). Εκείνες οι Παρασκευές τελείωσαν. Και επειδή τελείωσαν με τους πρωταγωνιστές τους απογοητευμένους, αφού κανέναν δεν συγκίνησαν, δεν γέννησαν άλλες.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT