Κάτω από τις ξαπλώστρες, η παραλία

3' 5" χρόνος ανάγνωσης

Αν κάτι συνοψίζει σήμερα το «ελληνικό καλοκαίρι» είναι η εικόνα του μπιτς μπαρ στη Ρόδο που ανάγκαζε τους υπαλλήλους του να σερβίρουν κολυμπώντας, ολοσχερώς καμένου, με τα απανθρακωμένα υπολείμματα από τις ξαπλώστρες σε όλο το μήκος της παραλίας. Εικόνα που αποτυπώνει μια δραματική στιγμή, επιτρέποντάς μας ταυτόχρονα να την τοποθετήσουμε στη μεγάλη διάρκεια.

Ας πάμε λίγο πίσω, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ο πληθωρικός λόγος περί «μεταρρυθμίσεων» αποδείχθηκε ρηχός. Η αποπτωχευμένη χώρα δεν αναζήτησε έναν διαφορετικό δρόμο από εκείνον που την έφερε στη χρεοκοπία, αλλά συνέχισε στο γνώριμο μονοπάτι της φτηνιάρικης ανάπτυξης. Μπροστά στο επείγον της δημοσιονομικής διάσωσης, το παλιό «τουρισμός και οικοδομή» έγινε «μπιτσόμπαρο και Airbnb», με κρίσιμες υποδομές απροστάτευτες από τη λιτότητα, με ακόμη πιο φτηνή εργασία, χωρίς μέριμνα για την ποιότητα ζωής, το περιβάλλον και τις αντοχές του. Παραφράζοντας τον ποιητή, «έτσι πήγε το έθνος».

Ηταν άραγε πολυτέλεια η οικολογική ευαισθησία σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης; Κοιτώντας τα πράγματα αναδρομικά, όχι. Κάτι τέτοιο όμως θα προϋπέθετε μια εδραιωμένη «πράσινη» πολιτική κουλτούρα, που στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε.

Στην Ευρώπη, η πολιτική οικολογία εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970 ως έκφραση των μετα-υλιστικών αξιών. Φεμινισμός, ανθρώπινα δικαιώματα, ποιότητα ζωής στις πόλεις, αντιπυρηνικό κίνημα, οικολογία, ήταν οι λέξεις μιας νέας κουλτούρας. Πολλά από τα πράσινα κόμματα που δημιουργήθηκαν τότε άντεξαν στον χρόνο, και ορισμένα έπαιξαν σημαντικό ρόλο, με πιο λαμπρό παράδειγμα τους Γερμανούς Πράσινους.

Στην Ελλάδα, ο οικολογικός χώρος συγκροτήθηκε δειλά στη δεκαετία του 1980 – όπως όλα, με διαφορά φάσης. Μια σειρά οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών άνθησαν, και στα τέλη της δεκαετίας σχημάτισαν τους Οικολόγους Εναλλακτικούς, που κατάφεραν να εκλέξουν βουλευτή το 1989-1990. Η έλλειψη συνοχής του χώρου οδήγησε στη διάσπασή του. Σε μια δεύτερη φάση ακμής, οι Οικολόγοι Πράσινοι εξέλεξαν τον πρώτο πράσινο ευρωβουλευτή το 2009, χωρίς έκτοτε να κατορθώσουν να μπουν στη Βουλή.

Η πράσινη ατζέντα ήταν παρούσα στα κόμματα της Αριστεράς, αλλά στο φόντο. Κατά καιρούς, αποκτούσε ορατότητα: ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, της ανανεωτικής Αριστεράς, αντιπαρέθετε στη φτηνιάρικη ανάπτυξη την ιδέα ότι η ανάπτυξη είναι βιώσιμη μόνο όταν είναι «ακριβή» και απαιτητική· η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου εξελέγη με πρόταγμα την «πράσινη ανάπτυξη» (και με τις σημαντικές πρωτοβουλίες της Τίνας Μπιρμπίλη), προτού την καταπιεί η οικονομική κρίση.

Το βασικότερο ίσως έλλειμμα στην ελληνική περίπτωση ήταν ότι σπάνια συνέτρεξε μια κρίσιμη προϋπόθεση: η πολιτική οικολογία γίνεται πειστική όταν παύει να είναι μονοθεματική, όταν δηλαδή καταφέρνει να διατηρεί τα περιβαλλοντικά επίδικα στη δημόσια συζήτηση συναρθρώνοντάς τα με ευρύτερα ζητήματα δικαιωμάτων, ισότητας, βιωσιμότητας.

Γιατί η οικολογία έχει έναν παράδοξο χαρακτήρα. Από τη μία, είναι προ-πολιτική: η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και άρα να τσακωνόμαστε πολιτικά. Από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο εάν συνυφαίνεται με τα «μεγάλα» ζητήματα, εκείνα που μας διχάζουν σε Δεξιά και Αριστερά: ανισότητες, αξίες, δικαιώματα, μοντέλο ανάπτυξης.

Θα μπορούσε να υπάρξει πολιτική οικολογία στην Ελλάδα σήμερα; Ενδεχομένως, εάν την εννοήσουμε, όπως ο Γάλλος φιλόσοφος Σερζ Οντιέ, στο πλαίσιο ενός συγκρουσιακού οικο-ρεπουμπλικανισμού. Αν την τοποθετήσουμε δηλαδή στο επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων, συνδέοντάς την με τη μέριμνα για το κοινό καλό όλων (συμπεριλαμβανομένων και των άλλων έμβιων όντων).

Το φετινό ελληνικό καλοκαίρι, στο οποίο διασταυρώνονται οι συνέπειες της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης, μπορεί να γίνει αρχή μιας νέας συνειδητοποίησης. Στη Νάξο, στη Σέριφο, στην Πάρο (μακάρι και αλλού) αναπτύσσονται κινήματα πολιτών ενάντια στην καταπάτηση του αιγιαλού. Η αμφισβήτηση του φτηνιάρικου μεγκα-τουρισμού πάει μαζί με τη διεκδίκηση του ισότιμου δικαιώματος όλων στην απόλαυση της φύσης. Δεν θα έκανε λάθος όποιος διέβλεπε εδώ μια πολιτική ευκαιρία. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι κάτω από το καμένο μπιτς μπαρ βρίσκονται μαζί και ταυτοχρόνως η παραβίαση του νόμου, η εργασιακή επισφάλεια, το μοντέλο ανάπτυξης, οι ανισότητες πρόσβασης, η προστασία της φύσης. Και κάτω από τις ξαπλώστρες, η παραλία.

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT