Δύο ποιητές συνομιλούν

1' 45" χρόνος ανάγνωσης

Εξομολογούμαι την αμαρτία μου. Τον Μάνο Ελευθερίου και τον Νίκο Γκάτσο τούς γνώρισα μέσα από τους μελοποιημένους στίχους τους. Αρκετά αργότερα, όταν αποσυνέδεσα τον στίχο από τον ήχο, γνώρισα βαθύτερα το έργο τους. Γιατί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο στίχος γίνεται ποίηση. Διαβάζοντας τους δύο ποιητές ανακάλυψα πως είχαν βρει, μέσω του έργου τους, έναν κώδικα επικοινωνίας. Δεν γνωρίζω αν όντως συνέβαινε αυτό ή αν ήταν μια δική μου επινόηση, άλλωστε ελάχιστη σημασία έχει. Από τη στιγμή που ένα έργο φύγει από τα χέρια του δημιουργού του δεν ανήκει πλέον σε αυτόν. Ανήκει στο κοινό του, που το ερμηνεύει όπως αυτό θέλει. Ετσι απαντάμε και στο σκωπτικό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο ποιητής θέλει να πει ό,τι εμείς καταλαβαίνουμε, ανάλογα με την παιδεία μας και τις ευαισθησίες μας.

Διαβάζοντας τον Ν. Γκάτσο και τον Μ. Ελευθερίου ανακάλυψα πως είχαν βρει, μέσω του έργου τους, έναν κώδικα επικοινωνίας.

Ετσι, ο Νίκος Γκάτσος ονειρεύεται μιαν αυγή πως κάνει τον γύρο του κόσμου με ένα φιλντισένιο καραβάκι, ενώ μέσα από τη φωνή του Μάνου Ελευθερίου βγαίνουν «μαλαματένια λόγια», γεμάτα παράπονο. Με φίλντισι ο ένας, με μαλάματα ο άλλος, ντύνουν την ποίησή τους, παντρεύοντας, όσο και αν φαίνεται αντιφατικό, τον υπερρεαλισμό τους με ένα λυρισμό. Ενα λυρισμό που αποτυπώνεται στους στίχους «κάτω στην άσπρη που κοιμάσαι ακρογιαλιά/ θα ‘ρθώ με του ουρανού τ’ αστέρια/ να σου κεντήσω με κοχύλια τα μαλλιά/ με βότσαλα τα χέρια». Σε αυτούς τους ειδυλλιακούς στίχους του Γκάτσου απαντά ο Μάνος Ελευθερίου, με μια σκληρότητα που διακρίνει πολλά έργα του: «Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες στο κοχύλι/ κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά/ θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι/ και μήτε πόρτα θα βρεις μήτε κλειδαριά». Αν ο Νίκος Γκάτσος εκφράζει στον «Γιάννη τον φονιά» τον πόνο του αμετάκλητου, αυτό που έφυγε και δεν θα ξανάρθει ποτέ, «το όνειρο που εχάθη», ο Μάνος Ελευθερίου στη «Μαρκίζα» περιγράφει «τον απερίγραπτο σπαραγμό χωρίς ίχνος ταπεινού παραπόνου και κυρίως χωρίς ελπίδα».

«Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα/ πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις/ κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα/ δεν έχεις κάτι για να μου πεις».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT